Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Ο πετεινός

Ο πετεινός

Στέλιος Παπαντωνίου

Μια χρονιά, όταν ήμουν διευθυντής στο Παγκύπριο, αφιέρωσα το περιοδικό του σχολείου σε όσους έδωσαν εργασία τους, ποίημα, διήγημα, οτιδήποτε για δημοσίευση και δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να το δουν δημοσιευμένο. Κι η αρχή βέβαια ήταν μια δική μου πρώτη εμπειρία, ήμουν τρίτη γυμνασίου, στο κεντρικό- γιατί οι αϊκασσιανίτες με τους καϊμακλιώτες παλλουριωτίτες ήμασταν των παραρτημάτων- γράφω ένα ποίημα, ο Μακάριος ήταν τότε στις δόξες του, αρχηγός του αγώνα του πολιτικού, αρχιερέας με μεγάλη δόξα και πρότυπο, ουδέποτε κουραζόταν στην εκκλησία, ουδέποτε έκαμνε σφάλμα, τα πάντα εκτελούνταν στην εντέλεια με αρχιερατική μεγαλοπρέπεια, στον ενθουσιασμό των ημερών έγραψα λοιπόν ένα ποίημα θυμάμαι για το ράσο του πως έλεγα να το κάμουμε παντιέρα, κάτι τέτοια, καιρός του αγώνα ήτανε, ό τι γράφαμε για την ένωση μιλούσε, το δίνω στον Παναγιώτη τον Περσιάνη, στο τέλος της διδακτικής ώρας, κατά το διάλειμμα τον βλέπω στα σκαλιά κοντά στον καθηγητικό σύλλογο, η τάξη μας ήταν στο διάδρομο προς τη βιβλιοθήκη, ο μακαρίτης ο Σπανός την έλεγε ο πούμπουρας, έτσι στενόμακρη κλεισούρα ήταν, με βλέπει, με φωνάζει, το ποίημα να το φτιάξεις, μου λέει, δεν έχει ομοιοκαταληξία, και βέβαια δεν ήταν τούτο δικαιολογία, και τότε που το έδωσα, άτεχνο ήταν, πρωτόλειο λεγόμενο, και δεν ήταν του χαρακτήρα μου να γράφω για πρόσωπα και να εκθειάζω, δε βαριέσαι, μωρά, έκτοτε έγραφα και τα ‘βαζα στην κάσα, γέμισαν κάσες, δεν δημοσίευα, κι έγινε εξήντα εβδομήντα να το ξεθαρρέψω, να δώσω γραφή μου στον κόσμο.

Ένα ζωγράφος, λέει, ειδικεύτηκε στους πετεινούς, σε πέντε λεπτά είχες έτοιμο τον πίνακα, περνά ένας πελάτης, φτιάξε μου ένα πετεινό, σε πέντε λεπτά τον δίνει έτοιμο υπέροχο πολύχρωμο, να κράξει του έλειπε, και πόσο  στοιχίζει, πέντε χιλιάδες λίρες, λέει ο καλλιτέχνης, μα για πέντε λεπτά που δούλεψες; Τα πενήντα χρόνια εξάσκησης ποιος τα πληρώνει;


Ευτυχώς εγώ νιώθω πως δωρεάν έλαβον και δωρεάν δίδω. Και δεν ξεχνώ τη μάνα μου: δίνε παιδί μου να πλουτίσεις, μου έλεγε, Θεός σχωρέσ’ την.  

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

Η προγυμνασιακή

Η προγυμνασιακή
Στέλιος Παπαντωνίου
Ίσως ο πατέρας να φοβόταν πως δε θα περνούσα τις εισαγωγικές εξετάσεις του Παγκυπρίου, ίσως να νόμιζε πως άλλο να είσαι της προγυμνασιακής κι άλλο της έκτης δημοτικού, τ’ αποφάσισε να με γράψει στο Παγκύπριο πριν την ώρα μου, τότε εφευρέθη μια καινούρια πράτικα, προγυμνασιακή την έλεγαν, δάσκαλοι ο μακαρίτης ο Κοσμάς Αλέξανδρος, μια Γραμματική που είχε γράψει με τις δασυνόμενες λέξεις σε στίχους πολύ μας βοήθησε, μα οι δασείες βαρέθηκαν κι έφυγαν, όπως κι οι ψιλές, άλλος ο Χαραλάμπους, ο Μάικλ λεγόμενος, παλιοί δάσκαλοι με όνομα, τραβούσαν κόσμο, πριν αρχίσει ο αγώνας κάνα χρόνο, θερμοκρασία 19 βαθμοί κελσίου, ένα μεγάλο θερμόμετρο της Μπάγιερ εκεί στα ταμεία που πληρώναμε δίδακτρα με τον ακούραστο Χριστοφίδη, η μεγάλη αίθουσα λαμπρά, η μόνη με καλοριφέρ για τις γιορτάρες μέρες και τις επισκέψεις των διαφόρων μεγάλων που περνούσαν από το σχολείο, να κάμουμε λοιπόν χριστουγεννιάτικη τμηματική γιορτή, το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μέρας, όλη η τάξη έψαλλε, κι ύστερα καμιά άγια νύχτα, απαγγελίες, να ΄μουν του στάβλου ένα άχυρο, τέτοια ωραία, απλών στην καρδιά ανθρώπων που δεν είχαν την ποίηση για να αναδειχτούν αλλά για να πουν ταπεινά τα δικά τους, τους ξεχάσαμε κι αυτούς με τα μοδέρνα μας.
Ήταν κι ένας τεράστιος κορμός πεύκου εκεί στο θερμόμετρο, μπιχλιπίδια της εποχής, χάρτινα στολίδια, ας είναι καλά το φαρμακευτικό βαμβάκι, έλυνε το πρόβλημα, χιόνι είχαμε δει πριν πεντε έξι χρόνια στη Χώρα, σαρανταεννιά πενήντα,  μας έφτανε, κι ύστερα από τον τμηματικό εορτασμό, ο μεγάλος κι επίσημος στην αυλή, εκεί στην πτέρυγα που σώριασαν για να κτίσουν εκείνο τον κούλα, συγκέντρωση με αρχηγό το γυμνασιάρχη Κωνσταντίνο Σπυριδάκη, κι όλη η ακολουθία, μακαριστοί οι περισσότεροι, αλησμόνητες μορφές δασκάλων μας, με πρωταγωνιστή βέβαια τον μουσικό, ως επί το πλείστον στις γιορτές ο Μικελλίδης, ο Κασινόπουλος περίμενε άλλη γιορτή. Κι όλο το σχολείο προσοχή, πρώτα να ψάλλουμε το Σε υμνούμεν σε ευλογούμεν, κι ύστερα ο γυμνασιάρχης να μας πει λίγα λόγια, ως επί το πλείστον συμβουλές, είχε μεγάλο όνομα το σχολείο, καλύτερα να βγει το μάτι σου, που λέει, παρά το όνομά σου, άρχιζε ύστερα ο εντεταλμένος να μας τα πει, διερωτώμαι ποιος θυμάται ομιλία όποια και να’ ναι εκτός από καμιά παράξενη, αύριον αύριον το πάσχα κάτι τέτοιο μόνο μου έμεινε από άλλη γιορτή, του Ελύτη στίχοι πρωτάκουστοι τότε, και του’ μεινε του καθηγητή «ο αύριον».
Χρόνο είχαμε κάμποσο στη διάθεσή μας, ποδήλατα είχαμε, βόλτες στην εντός των τειχών Λευκωσία, στη Λήδρας και Ονασαγόρου, μεγάλα εμπορικά καταστήματα, κίνηση, αϊβασίληδες με το πιδκιαύλι, κάστανα στο αμαξάκι, πολύ λιτά κι απλά, οι χαρές των γιορτών, να γεμίζει το μάτι και το αφτί, κόσμο, κουβέντες, τραγούδια. Τότες είναι που ζήτησα σαν με ρώτησε η θεία Μαρούλα τι θέλω, την Ανθολογία Ποίησης του Αποστολίδη, την είχα δει στου Κασουλίδη το βιβλιοπωλείο, Κύκκου οδός αν δεν απατώμαι, πιο κάτω ο Τσαούσης ένα εκατομμύριο είδη και πάντα στον μαυροπίνακα έξω από το κατάστημα «αγγουρόσπορο». Στην προθήκη την είχε, ο μόνος σχεδόν βιβλιοπώλης τότε, μου την δώρισε η θεία, κι άρχισα να διαβάζω ποίηση και ποιητές, να μαθαίνω τη γλώσσα τους, να ακούω τη φωνή τους και να διακρίνω. Το κατά δύναμιν.

Η στολή στολή, το πηλίκιο πηλίκιο, απαγορευμένοι δρόμοι κοντά στα λουτρά της Εμερκές, οι παιδονόμοι έπαιζαν άσχημα παιχνίδια, σου εμφανίζονταν εκεί που δεν τους περίμενες κι άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφας. Ένας κόσμος που χάθηκε, μα είναι μέσα μας κρυμμένος, όσοι τον ζήσαμε. Ας τον να εμφανίζεται μέσα μέσα. Καλό κάνει, κακό δεν κάνει.

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Δοκιμασία Ιωσήφ του Μνήστορος

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΜΝΗΣΤΟΡΟΣ
Στέλιος Παπαντωνίου

Δεν ήταν και τόσο εύκολο για τον Ιωσήφ.  Περίμενε τον Μεχμέτ το γαλατά, κατοικούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι, πλιθάρι, λίγος γύψος για δείγμα,  με μεγάλη αυλή, τέρμα Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάθε μέρα έφερνε το γάλα σε μεγάλο μεταλλικό δοχείο, αμφορέας ήτονε, κι ένα μικρό μαστραπί στο χέρι, να μετρά και να βάζει στο κατσαρολί, περίμενε μια η μάνα μου μια η γιαγιά Ελεγκού,  κι ύστερα στο πύραυνο να ζεσταθεί, μα το στομάχι μας δεν το σήκωνε, κι αποφασίσαμε πως δε θα το πίνουμε. Ήλθε το γάλα βλάχας, το πρόβλημα λύθηκε, ο πατέρας δεν είχε λόγο ν’ ανησυχεί για την ανάπτυξή μας ούτε να μας κυνηγά με το μουρουνόλαδο, ο πόλεμος μόλις είχε τελειώσει, β΄ παγκόσμιος.
Κι ο Ιωσήφ εκεί στο ξωπόρτι περίμενε τον Μεχμέτ , από μικρός είχε συνηθίσει το γάλα, για τη μάνα του ήταν το καλύτερο φάρμακο, «άντε με το καλό και να περιμένεις σε λίγες μέρες, μήνες, βδομάδες το γιόκα σου», ποιος γέρο μου, εγώ μνηστευμένος είμαι τη Μαρία, εκείνη τη μέρα δεν ήπιε γάλα, κι έκτοτε το ’κοψε κι αυτός.

Πήγε στη μέσα κάμαρα, ένα ξύλινο παράθυρο στον κήπο, κάθισε σε μια παλιοκαρέκλα κοντά στο τετράγωνο τραπέζι με τον καρό μουσαμά, έτριζε, τα τετράγωνα τον χτυπούσαν κατακέφαλα, πώς έγινε, δεν καταλάβαινε, απ’ ό, τι ήξερε δεν ήρθε σε γάμου κοινωνία σαρκική με τη Μαρία, κι όμως ο Μεχμέτ, τίμιος άνθρωπος, κάτι ήξερε, θα πάει αμέσως να την βρει, Μαρία, τι το δράμα τούτο ο εν σοι τεθέαμαι; Απορώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι! Με ντροπιάζεις, με λυπείς, έτσι σε πήρα εγώ;  Αρπάζει το ποδήλατο, διασχίζει τη Μεγάλου Κωνσταντίνου, ούτε έβλεπε μπροστά του ούτε άκουε, περνούσε ένα αμαξάκι με φουστούκια, πήγαινε για την Ερμού, κάπου εκεί στο σταυροπάζαρο σταματούσε να ξεπουλήσει, λίγο οι πελάτες της Χρυσοχών λίγο της Ερμού, λίγο οι φωνάρες του, έχουμε ζεστά φουστούκια, η φουφού μπροστά στα πόδια του, μ’ ένα σαρίκι στο κεφάλι, τραβούσαν όλα αυτά τον κόσμο, άλλος με τις ποδίνες άλλος με τις σκάρπες, τα παντελόνια ή τις βράκες.

Κι ο Ιωσήφ στο γιατρό τον Πρωτοπαπά, είχε τότε μετακομίσει από τη γειτονιά μας, στην εκκλησία της Φανερωμένης κοντά, Μαρίας της Συγκλητικής  ένα δρομάκι, αφήνει το ποδήλατο στο διάδρομο, ανεβαίνει λαχανιασμένος τις σκάλες, το και το κύριε γιατρέ μου, η Μαρία τέξεται υιόν και μάλιστα καλέσω αυτόν Εμμανουήλ, δεν ήταν μόνο ο Μεχμέτ, κατέβηκε και πρωινό ταχυδρομείο, από τα παράξενα, ένα γαλάζιο γράμμα, ουρανόθεν κατεπέμφθη, λέει, να, διάβασε και πες μου.
Ο γιατρός αντελήφθη, κάλεσε τον παπα Φώτη, σεβάσμιο ιερέα Φανερωμένης, εκείνος πήρε μαζί του τον Παπανέαρχο, ήρθαν και καθησύχασαν τον Ιωσήφ, ήταν εκεί κι ο Γεάδης ο φωτογράφος, κάπου μεταξύ Ονασαγόρου Λήδρας, κάθισε του είπαν, εκεί στο βραχάκι, έξω από το Παρθεναγωγείο, σκεφτικός, να σε απαθανατίσει ο φωτογράφος.

Κι έτσι πάντα έχουμε στην εικόνα της Γεννήσεως τον Ιωσήφ καθήμενο και σκεπτόμενο.

Η σκέψη όμως δεν τον έσωσε, μόνο η πίστη. Δεν μπορούσε να αμφισβητήσει και τον άγγελο του Κυρίου που του κατέβη κατ’ όναρ. 

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Παπαδιαμαντέικα

Παπαδιαμαντέικα
Στέλιος Παπαντωνίου
Χριστούγεννα χωρίς Παπαδιαμάντη δεν γίνονται, πήρα ένα τόμο, όποιον έλαχε, το Χρήστο Μηλιώνη δεν τον είχα διαβάσει, τον θυμόμουν κλέφτη και παλικάρι, από τα ιστορικά μου αναγνώσματα, ήταν ένα κάτι Γρηγόρης Αυξεντίου, Μάτσης, Παλληκαρίδης, η τουρκοκρατία στη μεγαλοπρέπειά της στην Ελλάδα, ο κατής να ερμηνεύει κατά το δοκούν τη νομοθεσία ή τα εδάφια του ιερού τους βιβλίου, φαντασιόπληκτα, ένα ο Βους άλλο η Κάμηλος, κι ένα Παπαδιαμάντης με κέφι, χιούμορ, ένα κρυφό ειρωνικό χέρι που έγραφε, κι έμενε πάλι το κατακάθι, «αν δεν υπήρχαν προδότες στην Ελλάδα τίποτε δε θα κατόρθωνε κανένας ξένος εναντίον του λαού μας», κάπως έτσι,  όλη η πονηριά στις ενέργειες των Τούρκων, να γίνει το δικό τους, οι άλλοι ήταν αλλόπιστοι, έπρεπε να υπακούν στους πιστούς του Αλλάχ, σήμερα σου λέει θέλουμε να μιλάτε για αγάπη, τι αλλοπρόσαλλα ρατσιστικά είναι τούτα, μιλήστε μας για αγάπη, ωσάν κι αυτή να είναι μια λέξη, την είπες, μαγεύτηκε ο άλλος, κι ας είναι δούλος, κι ας στέκεται με το χατζάρι πάνω από το κεφάλι του ο οχτρός, μια με δηλώσεις μια με τα καράβια του μια με τις πράξεις του, τα σχέδιά του που τα βλέπεις να εφαρμόζονται και μπήγεις το κεφάλι στο χώμα, ησυχάζεις.
Τις προηγούμενες μέρες μοιράζαμε στα σπίτια από τις έξι το πρωί ως τις εφτά που θα ξεκινούσαμε για το σχολείο μερίδες στις οικογένειες που έκαναν το σαρανταλούτουργο, ο παπα Κωνσταντίνος, έφερνε ζεστό ψωμί από το φούρνο του Πιτζιολή, μνημόνευε εκεί στην αγία πρόθεση, και με τη λόγχη κεντούσε το ψωμί σε κάθε μνημονευόμενο όνομα, ύστερα μας το έδινε, το κόβαμε πρώτα φέτες μεγάλες ύστερα σε κύβους, άλλος στη μεγάλη σινιά, άλλος σε καθαρό λευκό μαξιλαρόπανο, και ξεκινούσαμε για το πρωινό σουλάτσο, αγιάζι, έξω ξύριζε ο Πενταδάχτυλος, τρεχάτοι εμείς, τακ τακ, περίμεναν μερικοί κι άφηναν λιγάκι την πόρτα ανοιχτή, μια μέρα ένας εκκλησιαστικά αναλφάβητος, εκεί στον άγιο Ιάκωβο καταντικρύ, τι, κυρά Θοδώρα, παράγγειλες καμιά μερίδα φαγητό πρωινιάτικο και δεν μας το ΄πες;  χάχανα, η μυρουδιά της καπήρας, ψωμί στον αμίαντο, μεγάλη εφεύρεση καρκινογόνα, τότε, πού να’ ξεραν οι μανάδες μας, και τσάι, γλυκάνισσο ή δυόσμο, και τα πρωινά χνώτα των νοικάρηδων, σπίτια τα περισσότερα ενοικιάζονταν σε φτωχές οικογένειες που εγκατέλειπαν τα χωριά κι έρχονταν στην πόλη, να βρουν την καλοζωή, ένα δωμάτιο μια οικογένεια, πατέρας, μητέρα, παιδιά, κοινά τα λοιπά, περβόλες γεμάτες καμαρούλες, έτσι πέρασε το μεταβατικό στάδιο της αστυφιλίας ο κόσμος μας, κι από αυτή τη φτώχεια, βγήκαν οι επιστήμονες, οι ήρωες, οι μαγαζάτορες, σκουντούφληδες το πρωί, σε μια ξένη πόλη, σιγά σιγά γινόταν δική τους, αυτοί την έκαμαν τη Λευκωσία της δεκαετίας του πενήντα, παρέκει ο τουρκομαχαλάς, δεν είχαν ακόμα χρησιμοποιηθεί τα μεγάφωνα στους μιναρέδες, τον ακούαμε το χότζα, όχι όμως με αυτή την κατακτητική μεγαφωνική σημερινή διάθεση, μπαίνω στο αυτοκίνητο, ψάχνω για σταθμό ραδιοφωνικό, πού είναι τα ελληνικά ρε παιδιά, οι τουρκικοί περισσότεροι, μας έφαγαν συχνότητες, μας έφαγαν δρόμους και γειτονιές, την παιδική μας ηλικία, χριστούγεννα είναι, οι πιστοί αναμένουν να τους μιλάς μόνο για αγάπη, μια λέξη κι αυτή σαν τις άλλες.
Όπου το λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης κανένας δεν τον φτάνει, μας σφράγισε, από την τρίτη Γυμνασίου που διαβάζαμε τα πρώτα διηγήματα στα σχολικά αναγνώσματα, ως τώρα, που κάθεται στη βιβλιοθήκη υπομονετικά και περιμένει, τακτικά έρχεται η ώρα του, δεν έχει παράπονο, με το παλτό του, γερμένο το κεφάλι, κάθεται στον ήλιο, πες τα κυρ Αλέξανδρε, κι αρχίζει.


Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Να συνεχίσουμε για πού;

Να συνεχίσουμε για πού;
Στέλιου Παπαντωνίου

Πρἀγματι ήταν τεράστιος για την εποχή ο αριθμός των νεκρών μας, εθελοντών πολεμιστών και αστυνομικών κατά την τουρκική ανταρσία του 1963-64. Τους κάνουμε τα μνημόσυνα κάθε χρόνο στην εκκλησία του αγίου Κασσιανού, περιτριγυρισμένη από τα απτά αποτελέσματα της τουρκικής βουλιμίας, καταστροφές σχολείων, σπιτιών και εκκλησιών. Εκεί στο ναό, λιτά και συγκινητικά, όπως ήταν η ζωή των απλών και γνήσιων ανθρώπων που θυσιάζονταν για την πατρίδα κι έβλεπαν τον επικρεμάμενο κίνδυνο. Θυσίες που απαιτούν όχι μόνο με λόγια να τιμώνται οι νεκροί αλλά και με πράξεις σωτηρίας και διαρκούς παρουσίας του ελληνισμού της Κύπρου στα πατρογονικά χώματα.
Ξαναφέρνουμε στο νου τα σχέδια των Τούρκων, τις πολεμικές ετοιμασίες τους πριν και μόλις ανακηρύχθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, την πολιτική  στάση τους στο εσωτερικό, τα πάντα να διαλυθούν, για να επιτύχουν τη διχοτόμηση, η μειονότητα του 18% να αυτοανακηρυχθεί σε κοινότητα και ύστερα σε λαό, (άκουσον!) για να δικαιούται να απαιτεί και δημιουργία κράτους ύστερα από την κατάληψη των εδαφών μας, την κλοπή των περιουσιών μας, την εισαγωγή εποίκων και αλλαγή της αναλογίας πληθυσμού. Όλα της κλεψιάς και της παρανομίας, της διεθνούς ανομίας και εγκληματικότητας.
Οι δηλώσεις των τούρκων ηγετών και του τουρκοκύπριου (χαλαζιάρη) ηγέτη τους απογοητεύουν τους ελπἰσαντες και αγνοούντες τι εστι Τουρκία και Ερντογάν. Γι’ αυτό και πολύ πιο απογοητευτικά είναι τα λεγόμενα από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί συνέχισης των συνομιλιών από εκεί που έμειναν. Καταθλιπτικά θυμόμαστε πως την τελευταία ώρα στις συνομιλίες στο Κραν Μοντανά προσφέρθηκαν τα πάντα –επικινδύνως-  στους Τούρκους από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας,  για να αποδείξει –σε ποιους;- πως θέλουμε λύση του προβλήματος που ἀλλοι προκάλεσαν με τα καταχθόνια σχέδιά τους. Ακούσαμε τότε έκπληκτοι το «δέξου το ή άφησέ το», προσφέραμε και δεχτήκαμε την εκ περιτροπής προεδρία, την ισότιμη μεταχείριση των Τούρκων όπου γης, τα βέτο σε όποια απόφαση, την προτεραιότητα στους χρήστες για τις περιουσίες που θα βρίσκονται υπό τουρκική διοίκηση σε μια ΔΔΟ, σκεφτήκαμε τους Τούρκους της Τουρκίας να τους μετατρέψουμε εμείς μόνο σε ευρωπαίους πολίτες. Στο γκρεμό μας έριξαν για να αποδείξουν πως εμείς είμαστε τόσο διαλλακτικοί, ώστε δεν έχουμε ούτε αρχές ούτε εξουσίες, ενώ η αντίπαλη πλευρά δεν υποχώρησε από τις πάγιες θέσεις της. Αντίθετα ακούσαμε τον Ερντογάν να μας ζητά και τον Πύργο για να τον ενώσει με τη Μόρφου, ενώ ο απογοητεύσας τους γοητευθέντες με τη μετριοπάθειά του Ακκιντζί δεν παύει να απαιτεί τη μοιρασιά, το 18 να εξισώνεται με το 82 πράγμα δίκαιο κατά την άποψή του.
Μας τα είπε και στην Ελλάδα όντας προσκεκλημένος και ο Ερντογάν, όνειρό σας ελληνοκύπριοι να νομίζετε την Κύπρο ελληνικό νησί, κι ο άνθρωπος υβριστής ων, λησμονεί ότι ελληνική είναι όλη η Τουρκία, όπου σκάψουν ελληνική ιστορία φέρνουν στο φως, όπως κι εδώ. Κι αλοίμονο να περιμέναμε τον Ερντογάν να μας πει τι είναι η Κύπρος!
Όταν ακούμε λοιπόν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατία πως θα συνεχιστούν οι συνομιλίες από κει που έμειναν κι επειδή ξέρουμε πως μόνο μια σπρωξιά είναι ικανή να μας ρίξει στον γκρεμό, κι ο ελληνισμός να σβηστεί διά παντός στο ελληνικό αυτό νησί, γι’ αυτό και λέμε, μη, όχι, όχι άλλες συνομιλίες, για να δίνουμε τα πάντα και να μην παίρνουμε τίποτε.

Οι κυβερνώντες και οι υποψήφιοι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας σέρνονται από τους ξένους και από τις αναθυμιάσεις του καζανιού μέσα στο οποίο βρίσκονται χωρίς να έχουν τη δύναμη να συνεργαστούν για να εκπονήσουν σχέδιο σωτηρίας του τόπου, της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ελληνισμού της Κύπρου. Τον τόπο μας κι εμάς δεν θα σώσουν ούτε οι ξένοι με τα συμφέροντά τους ούτε η Τουρκία με τα δικά της. Δεν ζητούμε Πρόεδρο της όποιας λύσης-διάλυσης, αλλά σωτηρίας του ελληνισμού και της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

φοβού τους δώρα φέροντας και παίρνε μαθήματα

Φοβού τους δώρα φέροντας και παίρνε μαθήματα
Του Στέλιου Παπαντωνίου
Τα δώρα δεν τα’ φερε βέβαια ο σουλτάνος της Άγκυρας για τους πτωχούς Αθηναίους αλλά για τους μουσουλμάνους της Θράκης. Δώρα για μικρά παιδιά, «μοιράστε και κούκλες», έλεγε στους βαστάζους του, μη νομίσει κανένας πως δεν ξέρει το ρόλο που θα παίξουν αύριο αυτά τα κοριτσάκια των δέκα τώρα χρόνων στη Θράκη και τα αγόρια, όταν θα γίνουν είκοσι χρόνων. Μιας άλλης ΤΜΤ μέλη θα γίνουν, όπως κι αν θα ονομάζεται εκεί.  Όλα σχεδιασμένα, προγραμματισμένα. 
Εκείνοι εδώ στην Κύπρο δεν άφησαν χρονιά που να μην προβαίνουν στις σχεδιασμένες ενέργειες από τη δεκαετία του 1950 κι ύστερα, ως το 74 με το μεγάλο τους σάλτο και την πραγματοποίηση των σχεδίων τους, τη βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες. Εισάγονται οι έποικοι και οι παρανομίες σωρεύονται αμέτρητες πλέον, επί καθημερινής βάσεως, τι να τα απαριθμούμε πια. Σημασία έχει το σχέδιο κι η σταδιακή εφαρμογή του. 

Τα ίδια τώρα στη Δυτική Θράκη. Τους Αθηναίους τους αρκούσε και το καλάθι. Κενό ήταν αλλά θα το γέμιζε, λίγο Αιγαίο, λίγη Θράκη. Μόνο που θυμώνει γιατί οι ελληνοκύπριοι- λέει- νομίζουν πως είναι ελληνικό το νησί της Κύπρου, αλλά αυτά τα πράγματα ούτε στο όνειρό τους. Για τα άλλα περιμένει, ανέχεται. Ανοιχτός στο διάλογο – λέει- φτάνει να συζητούν όσα τον συμφέρουν, οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο. Παραμέρισε  την επικαιροποίηση της Λωζάνης και τώρα διακηρύσσει πως την σέβεται. Να όμως που βρίσκει πως υπάρχουν προβλήματα στη Δυτική Θράκη, που δεν κατανοεί η Αθήνα – λέει-  και καθαρά πια μιλά για «τουρκική» μειονότητα και όχι μουσουλμανική. Έτσι με τις λέξεις αρχίζουν οι αρπαγές, κι απαιτεί να αναγνωριστούν στη μουσουλμανική μειονότητα  εθνική ταυτότητα και δικαιώματα στην εκπαίδευση και στις θρησκευτικές ελευθερίες. Τα ΄λεγε κι ο ξεχασμένος Νταβούτογλου στο βιβλίο του: «όπου κατάλοιπα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου μωαμεθανοί, εμείς οι προστάτες τους.»

Τώρα τα βάζει καθημερινά και με τους Ισραηλίτες και με τους Αμερικάνους. Αυτοί είναι κατακτητές, καταπατούν το διεθνές δίκαιο, ενώ οι Τούρκοι-λέει-  είναι υπέρμαχοι του δικαίου, ειρηνοφόρες περιστερές. Η εισβολή του 1974 στην Κύπρο ξεχάστηκε και από τους ίδιους που την υπέστησαν. Κι οι τουρκικοί σχεδιασμοί και οι προγραμματισμοί εφαρμόζονται και αποδίδουν εις βάρος των μικρών λαών, που μόνο στήριγμα έχουν το δίκαιο, που πίστεψαν κάποτε σε διεθνείς οργανισμούς και ευρωπαϊκά κεκτημένα. Κι εμείς στον κόσμο μας, να την βοηθήσουμε τη γείτονα να γίνει μέλος της ΕΕ, να τουρκοποιήσει και την Ευρώπη, να διδαχτούν κι άλλοι τι σημαίνει Τουρκία, όχι μόνο οι Γερμανοί.
Είδαμε και βλέπουμε την Τουρκία: εμείς –λένε- θέλουμε ειρήνη και λύση, οι ελληνοκύπριοι δεν θέλουν, απόδειξη το σχέδιο Ανάν, είπαν «όχι», ενώ οι τουρκοκύπριοι είπαν «ναι». Κατά την άποψή τους, αυτοί προτείνουν και εμείς έχουμε το δικαίωμα να λέμε μόνο «ναι» σε ό, τι εκείνοι θέλουν. Μας αρνούνται όμως το δικαίωμα να αποδιώξουμε από το λαιμό μας την αγχόνη τους. Τέτοιοι δημοκράτες. Εκ των υστέρων όμως ομολογούν και ξένοι: το σχέδιο ήταν ετεροβαρές, όλα δίνονταν στους Τούρκους.
Στο τέλος το συμπέρασμα είναι πως αν δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει ποια τα σχέδιά τους εναντίον μας και αν ακόμα νομίζουμε πως η Τουρκία επιδιώκει δίκαιη λύση του κυπριακού, τότε υπνώττουμε ύπνον βαρύ. Η μόνη λύση που δέχεται η Τουρκία είναι των δικών της συμφερόντων. Αν είναι όμως να επιλέξουμε μια άλλη τουρκοκρατία, το κυπριακό καλύτερα να μένει άλυτο και να πάρουμε τα μαθήματά μας: του σχεδιασμού και της σταδιακής ανάκτησης του χαμένου εδάφους. ‘Ενας μόνος ήταν ο Νιχάτ Ερίμ στον κόσμο;
ΥΓ. Όσοι βιάζουν τα πράγματα για λύση, ας την περιγράψουν ειλικρινά στον ίδιο τον εαυτό τους πρώτα.



Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΝΟΜΑΔΑΣ Α Η ΕΞΟΔΟΣ

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ «ΝΟΜΑΔΑΣ, Α΄ Η ΕΞΟΔΟΣ» [ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ]

Μια πρώτη ανάγνωση που τέλειωσα του έργου, λέω να βάλω κάτω μερικές θεμελιώδεις του και βασικές γραμμές, να το γνωρίσει κι ο κόσμος ευρύτερα, τόσοι που τον παρακολουθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο Φιλελεύθερο κάθε Κυριακή. Αδρές γραμμές, περιληπτικές.
Η αλήθεια πως ο τίτλος είναι λίγο μπελαλίδικος, τι σημαίνει νομάδας, και γιατί να διαλέξει ο Στέφανος αυτό τον τίτλο; Νομαδικός λαός, αυτός που τριγυρνά από τόπο σε τόπο, όπως ένας νομάδας, έτσι νιώθει ο συγγραφέας, το αισθάνεται, το βιώνει  και το αντιλαμβάνονται κι οι αναγνώστες, ο άνθρωπός μας μπαίνει στο τρένο, στο καράβι, στο αυτοκίνητο και κινά για ξένους τόπους κι άλλα μέρη, κι όμως στενή δεν του στεκόταν η Πενταλιά, μ’ ένα τέτοιο ανοιχτό τοπίο, εκεί ψηλά ν’ αγναντεύει τα γύρω χωριά και τη νύχτα τον έναστρο ουρανό, ίσως αυτό –λέω- να στάθηκε η αιτία, η απλωσιά κι ο άγνωστος κόσμος των αστεριών, της γνώσης, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, των ξένων γλωσσών, της ποίησης, της μουσικής, της πολιτικής τέχνης και δράσης, αυτός -με λίγα λόγια και φτωχά για την πραγματικότητα του Στέφανου- ο κόσμος βγαίνει από το μυθιστόρημα.                      Ο κοσμογύριστος Οδυσσέας, με τις γνώσεις και τις περιπέτειές του, με τις Κίρκες και τους Κύκλωπες, και την καμιά Ιθάκη ή μόνο την Κύπρο, που δε φεύγει από το νου του όσο κι αν της ξεφεύγει, όσο κι αν απομακρύνεται δεν της ξεκολλά, γι’ αυτό και γράφει καθημερινά, και Κυριακάτικα, να είναι σε επαφή με την άλλη αγάπη του, τον τόπο του, εκτός από την ποίηση, τις επιστήμες και τέχνες.
Αν μάλιστα οι χρόνοι αναγνώστη και συγγραφέα συμπίπτουν έστω και λιγάκι, και οι τόποι μας, τότε έχουμε να διαβάζουμε και να ξαναζούμε μαζί του, τα κοινά μαθητικά χρόνια μας τον καιρό του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο ένας στην Πάφο ο άλλος στη Λευκωσία, την κοινή φοιτητική ζωή στην Αθήνα, ένα χρόνο πάνω ένα κάτω, γνώριμα μονοπάτια που περπατήσαμε. Είναι όμως κι άλλα, που δεν ξέρουμε και μαθαίνουμε, το βιβλίο είναι ένας κόσμος πλούσιος σε εμπειρίες, γνώσεις, απόλαυση αισθητική σε διάφορες στιγμές και σελίδες του.
Τι είναι όμως το βιβλίο αυτό; Αυτοβιογραφία, μυθιστόρημα, μυθιστορία, χρονικό, καλά να πάθει όποιος προσπαθεί να βρίσκει ταμπελίτσες και να ταξινομεί τα σύγχρονα βιβλία, που δεν ξεχωρίζουν την ποίηση από την πεζογραφία, το ένα είδος ή το άλλο, αυτά είναι για όσους νιώθουν στήριγμα της γνώσης τους όρους, δεν λαμβάνουν όμως υπόψη πως όρος είναι και περιορισμός, και πώς να περιορίσεις τον Νομάδα!
Μας φτάνει πως έχουμε να κάμουμε με ένα βιβλίο που έχει ταυτότητα, συνέπεια, πλούτο γνώσεων, ποίηση και πεζογραφία, απομνημονεύματα και επιστολές, χρονικά, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, πολιτικές αναλύσεις, σκέψεις, ενέργειες, πράξεις, συναισθήματα και βιώματα, προβληματισμούς, ταξίδια κάποτε στο άγνωστο και στην προβληματίζουσα μοίρα.
Αν ξετυλίγουμε το κουβάρι χρονολογικά, θα αρχίσουμε από την παιδική ηλικία στην Πενταλιά, τους γονείς και δασκάλους, τη ζωή στο χωριό, τις πρώτες αναζητήσεις, κι ύστερα στο Κολλέγιο στην Πάφο, μια ζωή που ανοίγει παράθυρα, γνωριμίες με εξ Ελλάδος καθηγητές του καιρού εκείνου, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, ο αγώνας του 55-59, η συμμετοχή σ’ αυτόν και η εκδίπλωση της συμμετοχής στα κοινά με τα πρώτα διαβάσματα και τις αριστερές πολιτικοοικονομικές καταβολές. Και οι συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου.
Κι ύστερα η απόφαση για σπουδές, να τον κυνηγά η φτώχεια μα να μην τα βάζει κάτω, κι η Αθήνα με τις αγάπες της, τις σπουδές, τον κόσμο της δεκαετίας του εξήντα με την πολιτιστική κίνηση και τους πνευματικούς ανθρώπους που γνώρισε εν πολλοίς μέσω συνεντεύξεων που τους ζητούσε, υπακούοντας ταυτόχρονα στη δημοσιογραφική του κλίση. Τραυματικό γεγονός ο θάνατος της αδελφής του, κι ύστερα το Παρίσι κι οι  αντιδικτατορικές συζητήσεις και αναποτελεσματικές ενέργειες  με όλα τα γνωρίσματα της ελλαδικής ουρανοπορείας και θεωρητικολογίας, με πρόσωπα όμως που σφράγισαν την εποχή.   
 Αν όμως δεν πάρουμε τη χρονική γραμμή, θ’ αναζητήσουμε στο βιβλίο  τον βιολογικό πρωταγωνιστή, την οικονομική κατάστασή του, της οικογένειας και των τόπων της ζωής του, την κοινωνική του ζωή και τις κοινωνιολογικές του αναλύσεις, τα πολιτικά πράγματα στην Κύπρο και στην Ελλάδα από το 1955 και εξής, με τις τοποθετήσεις και τις αναλύσεις του, το συναισθηματικό του κόσμο και τις ιστορικές του γνώσεις, την επιστημονική πολυμέρεια και τα ερείσματα των σκέψεων, προβληματισμών και ενεργειών του, το ήθος και την ηθικότητά του, τα καλλιτεχνικά του ενδιαφέροντα και τάλαντα, την ποιητική του και ρητορική του, τις μεταφυσικές του αγωνίες, χωρίς το Θεό.
Όλα αυτά αποδεικνύουν για μια ακόμα φορά το πλούσιο του βιβλίου, ένα υλικό που κατά το δυνατόν τιθασεύεται με την τάξη, αλλά και πάλι κάτι διαφεύγει. Λέει κι ο Σεφέρης, το χαρτί σου επιστρέφει αυτό που είσαι. Καθρέφτης του συγγραφέα είναι το βιβλίο του.            Καλό διάβασμα όσοι θα το διαβάσετε, αν δεν το έχετε ήδη κάνει.

Στέλιος Παπαντωνίου