Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

ΠΟΙΗΣΗ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΜΑΚΡΙΔΟΥ ΡΟΜΠΙΝΕ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΜΑΚΡΙΔΟΥ ΡΟΜΠΙΝΕ

Κυρίες και κύριοι,
Ευχαριστώ την Εθνική Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου κι όλους εσάς για την ανταπόκριση στο κάλεσμα στην ποιητική τράπεζα.

Παρουσιάζω το ποιητικό έργο της Κλεοπάτρας Μακρίδου Robinet,  γιατί είναι καιρός-έστω και καθυστερημένα- να γνωρίσουν οι πνευματικοί άνθρωποι της πατρίδας της μια ποίηση που ξεχειλίζει από αγάπη για την Κύπρο, πόνο για τα πάθη της, γνώση του μύθου και της Ιστορίας της και προπάντων να ακούσει μια φωνή πληγωμένη, που ζει μακριά, γι’ αυτό και βλέπει πολύ καθαρά πράγματα και καταστάσεις.

Το σύνολο του έργου της αποτελείται από τις εξής ποιητικές συλλογές:
1992 Ωδή για την Κύπρο
1994 «Πάτερ, απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»
1996 Σαλαμίνα τε
1998 «Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ»
2006 Νόστος των Ηρακλείδων
2013 Το Κάππα της Κύπρου
2014 Μνημόσυνο –Ωδή στον χαμένο υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου
Και Ιχνηλασία
2015 Ρε Αλέξης. Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης
2015 Άσμα ερωτικό και πένθιμο

Πρόκειται περί εννέα ποιητικών καταθέσεων γραμμένων με συνέπεια και ταυτότητα.
Στην παρούσα ομιλία μου θα δω, εκτός από μια γενική εισαγωγή στο περιεχόμενο
2.  την ξενιτειά και την αγάπη για τον τόπο
3. τον γενέθλιο  και την ξένην
4. Μυθολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά στοιχεία στο έργο
5. Δεσπόζοντα πρόσωπα, ως τον πατέρα, την μητέρα και άλλους
6. Θα προβώ στο τέλος σε μερικές αισθητικές παρατηρήσεις στους εκφραστικούς τρόπους

Και τέλος θα καταθέσω τα συμπεράσματά μου από την περιδιάβαση στο όλον.

Ήδη στο πρώτο της βιβλίο «Ωδή για την Κύπρο» περιέχονται σπερματικά όλες οι άλλες συλλογές.
 Ο τίτλος απλός, αλλά βαρύς, περιεκτικός. «Κύπρος»: το κέντρο της ζωής και της ποίησής της και σ’ αυτήν η πρώτη οφειλή και η πρώτη σοβαρή προσπάθεια, εις ύψος λόγου.
«Ωδή»: αρχαιοπρεπές, μεγαλοπρεπές, εγκωμιαστικό είδος ποίησης.
Ως προς το περιεχόμενο, καλώς το είπε ο Καβάφης: «Η πόλις θα σε ακολουθεί». Αυτός ο τόπος και ο πόθος του με τα πάθη του του 1974 ακολουθεί τη δημιουργό όπου κι αν βρίσκεται, εντός, εκτός αλλά επί τα αυτά.

Κύριο αγκωνάρι της ποίησής της, το λίκνο της ζωής της: σπάργανο αναφαίρετο της ψυχής της.
Διαβάζω:
«Μες στις αλυσίδες της σιωπής σου
Την ακινησία του ρυθμού σου
Την ανάσα σου ν’ αμφιταλαντεύεται
Την αλμύρα του νερού σου
Τη φυγή σου,
Μαρμάρινο χαμόγελο σε κλωνί ανάνθιστο
Οι πληγές μου
Με καταδίωκαν από γειτονιά σε γειτονιά
Λευκωσία της οδύνης μου
Από πατρίδα σε πατρίδα
Μα οι λεμονανθοί στον κόρφο σου,
Κυπαρίσσι ο καλοκαιρινός ίσκιος σου
Το γιασεμί σου
Μ’ ακολούθησαν, ονόματα παμπάλαια
Αγάλματα, ιστορίες και αίματα
Η τραγωδία σου
Ίλιγγος στο πετσί μου ο πύργος του Άιφελ
Το γραφείο μου, το υπουργείο μου
Κι η θάλασσα ατέλειωτη που μας χωρίζει
Η εξορία μου.»

Η Κύπρος και οι πληγές της γίνονται πληγές της ποιήτριας. Καθοριστικά της ταυτότητας του τόπου, δέντρα και φυτά, η θάλασσα, η Ιστορία κι ο πόνος της πατρίδας                                    την ακολουθούν επώδυνα στον ξένο τόπο, στην καθημερινή της ζωή.

Η ωδή αρχίζει με τους στίχους

«Η πατρίδα μου, τραγούδι ορφανό του χρόνου
Είναι κτισμένη μες στα βράχια, μες στους ανέμους
Μες στο κύμα
Λίγο απόμερα, λίγο ανατολικά, λίγο νότια
Λίγο δεξιά, λίγο αριστερά…»

Με ελάχιστους στίχους τοποθετηθήκαμε συναισθηματικά, πνευματικά, γεωγραφικά.
Αγάπη πατρίδας ίσως να είναι η φράση που ταιριάζει γενικά στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου. Μια αγάπη που την ακολουθεί και εκφράζεται από τότε που πήρε στο χέρι πένα και χαρτί, για να ιστορήσει διαφοροτρόπως τους καημούς της Κύπρου και της ίδιας ως Ελληνίδας της Κύπρου, που ξέρει να διαβάζει Ιστορία και αδικία, ως εμφαίνεται στο «Πάτερ, απελθέτω απ’ εμού».
Αυτή η ξενιτειά είναι  ίσως και μια αιτία της παραγνώρισης της ποιήτριας από πολλούς από εμάς, ενώ θα έπρεπε ήδη από τις πρώτες ποιητικές συλλογές της να καταλέγεται ανάμεσα στις άξιες της κυπριακής γραμματείας, γιατί η ποιητική της δύναμη είναι πηγαία, ειλικρινής, πλούσια  και βαθιά.
Έξω από την Κύπρο ζουν, δρουν και γράφουν αξιόλογοι άνθρωποι. Μεγάλο κέρδος μας η γνωριμία με το έργο τους. Αυτογνωσία διά της ετερογνωσίας Όπου και να πάει η ποιήτρια συναντά μπροστά της την πατρίδα, ταυτίζει πρόσωπα και τοπία δικά της και ξένα, ενώ στο τέλος ομολογεί, ανακεφαλαιώνοντας το μέγα της μήνυμα, απευθυνόμενη προς την πατρίδα, «Κι αν σου μιλώ συνέχεια για τον πόνο σου τον πόνο μου είναι γιατί δεν έχω άλλη φωνή!»
Είδαμε ήδη με την αναφορά στον πύργο του Άιφελ στην «Ωδή για την Κύπρο» όχι μόνο την πατρίδα αλλά και την ξένη. Εδώθε, εκείθε, η πόλις ακολουθεί, όχι πουκάμισο αδειανό αλλά πολιτισμική ταυτότητα.

Όμως η πόλις δεν είναι μόνο τόπος είναι και χρόνος ιστορικός:

«Η πατρίδα μου με τις ρίζες της λίγο ενετικές, λίγο ανατολίτικες»  

Μερικά ποιήματα  σχετίζονται άμεσα με την ίδια τη ζωή της, με ταξίδια και επισκέψεις σε άλλες χώρες και πόλεις, όπου και πάλι δεν εγκαταλείπει την ελληνικότητά της, ενώ αναδύεται η περηφάνια για την Ιστορία και τον πολιτισμό μας, συνοδευμένα με γνώσεις, μέσα στις οποίες άνετη κυκλοφορεί.

Στιγμές της ζωής και αλησμόνητα επεισόδια καταγράφονται ποιητικά. Το πολιτικό στοιχείο με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό μας, αλλά και το φιλοσοφικό, κοινωνικό, αισθητικό, με αναφορές σε έργα τέχνης και ποίησης είναι διάσπαρτα στο έργο της, όπως εις «Το Κάππα της Κύπρου».


Αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη να εκφράζεται, γι’ αυτό δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη καμιά ευκαιρία, ώστε η ποίηση να γίνεται και να είναι καταφύγιο και μνημονική κατάθεση ζωής, σαν ένα ποιητικό ημερολόγιο μέσα στο οποίο παρακολουθούμε τις παγκόσμιες διαδρομές της.

Διαβάζω: «Τα περασμένα γεγονότα, τα περασμένα κακά σου, τα περασμένα μοιρολόγια σου με ακολούθησαν μέχρι την Ορλεάνη, μέχρι το γραφείο μου, μέχρι το χημείο μου 
μέχρι και τη στιγμή που γεννούσα,  μέχρι και αύριο μέχρι το θάνατο.»
Η Γαλλία, δεύτερη της πατρίδα, το Παρίσι κι οι φυσικές ομορφιές του με την πνευματική του ζωή και παράδοση. Όπου και να πάει, αγγίζει, ακούει:                                                           «Στο Λούβρο άγγιξα την Ιωνία/την Αίγυπτο, την Φοινίκη/την Αμαθούντα, το Κούριο/φωνές της Κύπρου…»  

Ακόμα και στις βαθύτατα ερωτικές στιγμές της, όπως στην τελευταία ποιητική της συλλογή, ο έρως της πατρίδας όχι μόνο δεν την εγκαταλείπει αλλά αυτός είναι το κύριο θέμα της.

Στη συλλογή «Το Κάππα της Κύπρου» η μνήμη εναποθέτει συνεχώς εικόνες πατρίδας, εικόνες προσώπων και τόπων που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα μέσα της τόσο, που την πληγώνουν γιατί βρίσκεται μακριά, ή πάλι, ίσως η ξενιτιά της να είναι και η αιτία του πόνου, που τον γεμίζει με τα ποιήματά της για να λυτρώνεται.

Η μελέτη του έργου της επιβεβαιώνει πως πρόκειται για τον αιώνιο Οδυσσέα που έφυγε από την πατρίδα κι όμως δεν μπορεί να κάμει μακριά της, ιδιαίτερα μετά το 1974.

Γι’ αυτό και οι επισκέψεις της στο νησί αθανατίζονται με περιγραφικά ποιήματα τόπων, όπως τα ποιήματα Ένα τραγούδι για την Πάφο, Στην Παναγία του Άρακα, Στη Σαλαμίνα την Κύπρια, Η πόλη μου το Καϊμακλί.

Αυτή όμως η πατρίδα έπλασε μυθολογία και έγραψε Ιστορία
«την οργή του Αγαμέμνονα, τους έρωτες της Ελένης, το πάθος της Κλυταιμνήστρας.»

Μνήμες από την βαθιά στο χρόνο ελληνική μας γραμματεία, με πρώτο πάντα το θείο Όμηρο, όλη η μυθολογική σκευή για τη θλίψη και την οργή, για το κακό που επέπεσε στο νησί μας, είναι ελάχιστα από τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την έκφραση της πίκρας.

Οι μυθικοί ήρωες ξαναζούν τα πάθη τους. Από αρχαιοτάτων χρόνων μύθοι για τη γέννηση αυτού του τόπου και τη μοίρα του επαληθεύονται με τις ιστορικές στιγμές της κατακρεούργησής του.

Ο πόνος του εκπατρισμένου από μια παθούσα πατρίδα, ο επανερχόμενος Οδυσσέας με τον πόθο για την Ιθάκη, από τόπους και ιστορικούς χρόνους πολυποίκιλους από αρχαιοτάτων έως συγχρόνων ηρωικών, οι περασμένοι κατακτητές φανεροί ή αφανείς με τους ηρωικούς αγωνιστές μας, αλλά και οι προδοσίες γίνονται ένα, ενσωματώνονται στην ποιήτρια και στο έργο της.
Μέσα από την κάθε καταστροφή της Ιστορίας μας αναδύεται η Τροία, κι η ενοχή των ζώντων να μνημονεύουν τους πεθαμένους συντρόφους και να αναζητούν την εκδίκηση, ταυτισμένοι, χώμα πατρίδας και ψυχή τους.

Οι αρχαίοι μύθοι της θυσίας της Ιφιγένειας, της Ελένης και του τρωικού πολέμου, συνυφασμένοι με τους αγώνες για ελευθερία και την καλλιτεχνική της έκφραση αποδίδονται με αυστηρούς κοφτούς στίχους στέρεους:

«Ποιητής και τώρα Οδυσσεύς/κτυπώ φωνή σφυριά εν ερήμω/
ναυαγός και ανώνυμος/γίνομαι πέτρα που καπνίζει./
Γόνατα σπασμένα από φαράγγια άβατα/
και καταριέμαι τους θεούς/που σ’εγκατέλειψαν…
Εδώ σιμά/
μας έχουνε μολύνει τόσες μνήμες/οστά χλωρά ακέφαλης Νίκης/
στους ώμους φορτώνω/τα ολιγόστιχα απλοϊκά μου ποιήματα.»

Μέσα στην ίδια την Ιστορία μας, ποταμοί αιμάτων, άρα, ρεαλιστικές εικόνες καταστροφής, ως τις νατουραλιστικές, ασυνήθιστες στην ποίηση, εκφράζουν τις καταστροφικές συνέπειες των εχθρικών επιδρομών ενάντια στην πατρίδα και στον πληθυσμό της.

Και όμως αυτή την Ιστορία προσπαθούν μερικοί να αλλοιώσουν. Γρηγορείτε
Η αποθέωση του κακού, η προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας μας, η μεταμόρφωση του προσώπου, η ισοπέδωση των πολιτισμών οδηγούν στην κραυγή

«Γρηγορείτε, προτού η πληγή γίνει φαράγγι και γκρεμιστούν μέσα του τα όνειρά μας.»

Ο έρωτας της πατρίδας, μπολιασμένος με τις μνήμες του καταστροφικού πολέμου, δεν εγκαταλείπει την ποιήτρια, που αναζητά σε άλλους τόπους τη λύτρωση, μα δεν τη βρίσκει παρά μόνο στην κολυμβήθρα της πατρίδας.

«Και ρίχτηκα, δεμένη με τις αχτίδες της θύμησής σου ξαναγεννημένη σ΄ ένα χαμόγελο Μαντόνας έτοιμη πλέον να καώ απ’ τη φωτιά σου για να ξαναγεννηθώ από τη στάχτη και να βαφτιστώ ξανά στην κολυμβήθρα της αιωνίας Ποίησης στα νερά της ατελεύτητης Ιστορίας σου και της δικής μου Δίψας.»

Η ταύτιση της ποιήτριας με την πατρίδα, επιτυγχάνει τη σύζευξη του λυρικού με το επικό, του υποκειμενικού με το αντικειμενικό

Την τραγικότητα της Ιστορίας μας συλλαμβάνει στο ποίημα «Εσύ και οι πληγές μου…» στη συλλογή «Ιχνηλασία», όταν με τη γένεση της πατρίδας και την παρθενική ονειροπόλησή της για ένα ευτυχές μέλλον με ιδανικά, παρατηρεί πως τα ανθρώπινα οδηγούσαν σε αντίθετα μονοπάτια. Οι προδοσίες, η κολοβή ελευθερία, τα παιχνίδια των μεγάλων και οι ευθύνες μας, οδήγησαν στον τόπο στην καταστροφή, πολιτική και οικονομική.

Η ποιήτρια βιώνει ένσαρκη τις πληγές της πατρίδας, σ’ ένα ξέσπασμα ποιητικής κριτικής και σύγκρισης, του ιδανικού που φέρει μέσα της ως δημιουργός, και της πραγματικότητας μέσα στην οποία δυστυχεί.

Η τραγική μοίρα του τόπου, αγώνες, θυσίες, προδοσίες, όνειρα, μέσα από ιστορικές στιγμές και πρόσωπα ποιητικά δοσμένα, κυοφορούν, στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου, την επίγνωση της μοίρας των μικρών και αθώων.

Η μοίρα του τόπου καρφωμένη στη μοίρα των ανθρώπων του και ιδιαίτερα των ποιητών του συλλαμβάνεται ως βαθύτερη ιστορική πορεία με τραγικούς πρωταγωνιστές που
Απολήγει, αφ ενός στην επίγνωση της αδυναμίας μας, αλλά αφ ετέρου στο πείσμα των αγώνων και την προθυμία για θυσία των ηρώων:
 «Κι εμείς θα προσφέρουμε το σώμα μας, απαρνημένοι αν είναι, του έρωτα προσάναμμα για το μεθύσι της Ελευθερίας με σπόρους αρχαίους και χώμα για την ποίηση.»

Η ανάβαση στα ύψη του μύθου και η εμβάθυνση στη μοίρα αίρει από το παρόν και διαιωνίζει τα πάθη της Κύπρου στον πνευματικό κόσμο της Τέχνης. 

Τριών χιλιάδων χρόνων γενιές ελληνικές με τους μύθους, τους θρύλους, τους ήρωες, τις ανόδους και καθόδους της Ιστορίας, έχουν ως έξοδο του χορού από την ορχήστρα μια καταστροφή και το χάσιμο των οριζόντων, του πραγματικού προσανατολισμού.

Η σύλληψη της έννοιας της μοίρας και της τραγικότητας του τόπου και των ανθρώπων της σημαίνει την προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τα ανεξήγητα, την αδικία, τις περιπέτειες ή  ανατροπές.
 Έτσι, αναγκαστικά,  ανέρχεται σε φιλοσοφικές συλλήψεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, τη μοίρα και το δυσβάστακτο βάρος της. Ποιήματα που οδηγούν όλο και σε περισσότερο βαθύ προβληματισμό για τη μοίρα των ανθρώπων, των λαών, των πολιτισμών, στην Παγκόσμια αλλά προπάντων στην ελληνική Ιστορία, μια ενδοσκόπηση που ολοένα περικυκλώνει το θέμα με όσα ο λόγος παρέχει όπλα, ένας θαυμαστός πλούτος γνώσεων και αληθειών, οδηγεί την ποιήτρια σε συλλήψεις με παναθρώπινο χαρακτήρα.

Από τα γενικότερα στα επί μέρους και αντίθετα, το ένδον σκάπτειν συνεχίζεται από τη μια συλλογή στην άλλη, με μια έμπνευση αδρή, σταθερή, πυκνή, βαθιά.

Όλος όμως αυτός ο πνευματικός αγώνας δεν οδηγεί σε απτά αποτελέσματα φωτός, αφού η αδικία συνεχίζεται και ο κόσμος της Κύπρου είναι καταρρακωμένος. Η ποίηση όμως κατορθώνει να τον αποκαταστήσει στο επίπεδο του πνεύματος, στην ιδέα, στο άφθορο.

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου είναι μια γνήσια ελληνίδα, ποιήτρια, με δυνατό και ζωντανό λόγο.
Οι κραυγές της αναδύονται εκ βαθέων με όλη τη ζέση τους, με αποτέλεσμα ο λόγος της να διατηρεί τη ζωντάνια του, όποτε κι αν γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κάποτε η κατάσταση αποδίδεται  με βιβλικές εικόνες των παθών. Η μόνη διέξοδος όμως είναι η στροφή στους ποιητές που μπορούν να συλλάβουν, να εκφράσουν, να καθοδηγήσουν

Εικόνες από την θρησκευτική παράδοση συνταιριάζονται με την ποντιοπιλατική στάση των παγκόσμιων πολιτικών κέντρων αποφάσεων. Η ταύτιση των παθών του Κυρίου και της πατρίδας, η διχόνοια, η εισβολή, ιστορικοί σταθμοί και θυσίες οδηγούν σε μια πρόσωπο προς πρόσωπο επικοινωνία με τον Θεάνθρωπο: Η ψυχή Σου σπαρταρά επάνω στο σταυρό μας.» στη συλλογή «Πάτερ απελθέτω…»

Μια ελπίδα πάντα στο βάθος του ορίζοντα προερχόμενη από από τις θυσίες, από τη συνύφανση Ιστορίας και Θρησκείας, από τα πρότυπα και αρχέτυπα του πολιτισμού μας οδηγεί σε εκφραστικά μέσα φλεγόμενα και φλέγοντα.

Νιώθει βαθιά και πλατιά τον πόνο της πατρίδας, σε μια προσευχή –διάλογο με τον Κύριο και τα πάθη του, όπως και τα πάθη των ηρώων αυτής της γης, προαιώνια, παλαιά και σύγχρονα, με τελευταία των αδικοχαμένων της τουρκικής εισβολής.

Οι σταθμοί της επαναστατικής απελευθερωτικής ιστορίας μας είναι πολλοί, με θυσίες και αίμα σφραγισμένοι.
Στο «Πάτερ, απελθέτω…» η ιστόρηση των αποτυχιών μας ως λαού αποτελεί μια πρωτότυπη σύλληψη ελεύθερα δοσμένη ποιητικά, με υπόκωφο  πάντα το ρυθμό μιας καρδιάς πληγωμένης και τεμαχισμένης όπως η πατρίδα.

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου κατορθώνει  να συνταιριάσει την προσωπική αγάπη για την πατρίδα με την θεανθρώπινη ιστορία και τα φρικτά πάθη του Κυρίου. Αγκάλιασε την ελληνική μας ιστορία και τις θυσίες των ηρώων μας, κρατώντας πάντα φλογερή την ελπίδα της δικαίωσης!

-Ως τώρα είδαμε σε μια ανοδική πορεία από διάφορα έργα της τηναγάπη στην πατρίδα, το μυθολογικό και ιστορικό στοιχείο, τη φιλοσοφική ερευνητική μέσα στην τραγωδία του τόπου, το θεανθρώπινο δράμα της πατρίδας.

Μια άλλη πτυχή της ποίησής της είναι η επικέντρωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Πρώτα, τα κύρια πρόσωπα στο έργο, ο πατέρας και η μητέρα.
Για τον πατέρα η συλλογή του 1998 «Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ» στίχος από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι
«Ο πατέρας δεν άντεξε και πήρε το δρόμο των πεθαμένων δεν άντεξε την προσβολή. ‘Η Κερύνεια είναι δική μας’ είπε και ξεψύχησε.» είχε γράψει προηγουμένως στη συλλογή «Σαλαμίνα τε...»
Ο σεβασμός της θυγατέρας στον νεκρό πατέρα, ενδύεται στη συλλογή αυτή την ποιητική στολή, για να εκφράσει τη ζωή, την προσφορά, την οφειλή.
Η ορφάνια του μικρού παιδιού, πατέρα αργότερα, το φυσικό περιβάλλον, η πρώτη αντίστασή του στο θάνατο κι ο αγώνας του για απελευθέρωση από τα όποια δεσμά,  μεταδίνονται στα παιδιά του ως ιδανικά ζωής στο σκλαβωμένο νησί.

Στρατιώτης των ελληνικών αγώνων κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αιχμάλωτος, επανερχόμενος επιδίδεται στον αγώνα για επιβίωση και ανατροφή των παιδιών μέσα στις περιπέτειες και τις αγωνίες, με τη μικρή τότε θυγατέρα να παρακολουθεί και να βιώνει την περίοδο του αγώνα επί αγγλοκρατίας.  Σημαδιακά γεγονότα συνταράζουν και  σφραγίζουν την κόρη, παραμυθικά διδάγματα την οδηγούν, θεμέλια τίθενται, πρόσφορο το έδαφος για να φυτρώσει ο σπόρος του καλού στην εξορία της και στην πάσχουσα Πατρίδα.

Από τις  περιπέτειες του πατέρα, το γάμο του, προπάντων όμως τον πόνο της ξενιτεμένης κόρης αναβλύζουν πηγαίοι λυρικοί στίχοι που υπερβαίνουν  την όποια κάποτε πεζολογία.
Ένας κομμός της αρχαίας τραγωδίας απαντάται εδώ, ο νεκρός πατέρας σπέρνει το σπόρο της ποίησης κι η ραγισμένη και θλιμμένη φωνή  της θυγατέρας προσκομίζει στίχους συγκλονιστικούς
Τα ποιήματά της για τη μητέρα, στη συλλογή «Το Κάππα της Κύπρου»,  όπως προηγουμένως για τον πατέρα, αποτελούν και το καλύτερο μνημόσυνο και τη δημόσια ομολογία για την οφειλή της κόρης προς τους γονείς. Συνομιλία με τα αγαπημένα πρόσωπα, άμεση εξομολόγηση του πόνου του αποχωρισμού, και της τραγικής αντιστροφής των όρων της ζωής, άλλα ονειρευόταν, αλλού οι δρόμοι την οδήγησαν.

Όπως γράφει σε ένα από τα νεότερα ποιήματά της, του 2015,
«Μα εσύ Πατέρα κι εσύ Μητέρα, καθώς δακρύζετε μέσα από το μνήμα σας πριονίζετε τη μνήμη μου με τους αναστεναγμούς σας.»

«Νήσός τις έστι…»
Ἐνα ποίημα στο οποίο για πρώτη φορά εισέρχονται οι Τουρκοκύπριοι, κι οι προσπάθειες για λύση, μέσα στο γενικότερο κλίμα της εποχής του και των γενικότερων ελπίδων και τάσεων.

Στο δεύτερο μέρος η μνήμη του πατέρα και της μητέρας, κι οι ευχές για ανάσταση κι ελευθερία, σαν μια αναφορά στον πατέρα για την οικογένεια και τη σκλαβωμένη πατρίδα από την ξενιτεμένη θυγατέρα.

Άλλα ποιήματα, σε συγκεκριμένους φίλους, όπως στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού και στην πνευματική τους σχέση, ποίημα με τίτλο «Νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου…» στη συλλογή «Μνημόσυνο» και «Ιχνηλασία», στίχοι του Καβάφη, ποίημα στοχασμού κι ευγενικής θλίψης.

 ‘Ένα ποίημα για ένα συγκεκριμένο νεκρό ήρωα πολεμιστή έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, πρόσωπα, τον ήρωα, τον πατέρα και μητέρα του, τον τόπο, γνωστά στην ποιήτρια χώματα κοντά στην Ομορφίτα και στο Καϊμακλί, μαύρο σημάδι στο χρόνο θανάτου, Ιούλης 1974, και ανταριασμένες συνθήκες.


Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία στήνεται το ποιητικό οικοδόμημα της «Ωδής στο Χαμένο Υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου». Ένας αέρας ίσως περνά από άλλα παρόμοια ποιήματα, όπως εμφαίνεται και από τον τίτλο, όμως αμέσως η δημιουργός αφήνεται στον ίδιο τον εαυτό της, πλούσιο σε γνώσεις Μυθολογίας και Ιστορίας, ένα θησαυροφυλάκιο από το οποίο μπορεί να αντλεί ό τι και όποτε χρειαστεί.
‘Ετσι, πλην του αφηγημένου γεγονότος, ανάγεται η ποιήτρια στο ευρύτερο και ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων ηρώων της Ιστορίας μας, από Ομηρικής Ιλιάδας και εξής, για να εντάξει μέσα στο ηρωικό πνεύμα της παράδοσης και τον συγκεκριμένο νέο, Κύπρο Γ. Ιωάννου.
Το ποίημα αρχίζει με την νοσταλγική τοπογραφία και ανθρωπολογία, με ήθη ανθρώπων παρωχημένης εποχής,  συγκινητικά στην αγνότητά τους, με το ανθρώπινο και θεϊκό στοιχείο αξεδιάλυτα.
Έργα και Ημέραι, θα έλεγε ο Ησίοδος, σε μια χορωδία με τον Ονήσιλο, τον Οδυσσέα, την Αντιγόνη. Διαπλάτυνση στο χρόνο και στον κόσμο των ιδεών που ελευθερώνει από το συγκεκριμένο και οδηγεί στο γενικότερο ηρωικό κλίμα.
Η ομορφιά του ήρωα μυθολογικά παραπέμπει σε αρχαίες θεότητες και θρύλους, με φιλοσοφική διάθεση και αποφάνσεις.
Οι δύσκολες ώρες στο ρολόι του 1974 μόνο με παρόμοιες ιστορικές μπορούν να συνηχήσουν, για να φωτιστεί η Ιστορική στιγμή στη επαναληπτικότητά της.
Ο συγκεκριμένος τόπος, αιρόμενος σε μυθολογικά ύψη, προσφέρει την απαραίτητη απόσταση, για να δοξολογηθεί στη γενίκευσή της η θυσία του ήρωα, με την τραγικότητα της μοίρας που παίζει τον καίριο μεταφυσικό της ρόλο.
Το συγκεκριμένο, συνυφασμένο αξεδιάλυτα με το μυθολογικό, ιστορικό, θρησκευτικό στοιχείο, αίρεται στο ύψος του ποιητικού λόγου, που υμνεί και διαιωνίζει.

Συνεχίζοντας το προσκύνημα στο τέμπλο των ηρώων της στέκομαι στον Ρε Αλέξη.
Από τις τελευταίες ποιητικές της συλλογές, (2015) ο Ρε Αλέξης, ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης (2015) με ιστορημένη την εποχή της Φραγκοκρατίας, τους διωγμούς των μοναχών της Καντάρας και το μέστωμα της επαναστατικής ιδέας στα στήθια του Ρε Αλέξη, ιστορικό ποιητικό αφήγημα, μιας εποχής δυστυχίας για τους γηγενείς, μα η ιστορική συνείδηση σιγόκαιε κι ετοίμαζε μια πρωτοπόρα επανάσταση των χωρικών της Ευρώπης. Γνώστης της Ιστορίας των επαναστάσεων, η ποιήτρια κρίνει, καταξιώνει, ιεραρχεί την επανάσταση, συνειδητοποιώντας το έργο που επιτελεί:
«Κι εγώ το πυρακτωμένο βλέμμα σου μάχομαι να ανασύρω από την εθνική λήθη.»
‘Ομως γνωρίζει από ποιους και πώς γράφεται η Ιστορία, συνταιριάζοντας ποίηση και Φιλοσοφία της Ιστορίας. Από τα τότε όμως γεγονότα αναθρώσκουν τα σύγχρονα της τουρκικής εισβολής, οι  κακουχίες της φραγκοκρατίας συναντούν τη σύγχρονη τουρκοκρατία.
Διαβάζω: «Ονειρεύτηκα, Ρήγα Αλέξη, πως γύρισες σ’ απύθμενες ώρες κι ήσουν ωραιότερος ακόμα με χαρακιές στο μέτωπο πιο βαθιές σημάδια του αμείλικτου χρόνου που περνάει και τα μάτια σου υγρά ν’ αναδίνουν τη θλίψη των προδομένων.»

Γενικά, η ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου είναι πηγαία, γιατί είναι γνήσιος ο πόνος και η συνειδητοποίησή του.
Ο στίχος, που εκφράζει τα πάθη του τόπου, χύνεται πυρακτωμένος, ελεύθερος, μοναδικός, με πλούσια και ποικίλη εκφραστική δύναμη. Με ποιητικά άλματα, καινούργιους δρόμους, πειραματισμούς θεμιτούς, για νέους εκφραστικούς τρόπους στην ποίηση
Συλλογές της γραμμένες προ εικοσαετίας είναι πολύ σύγχρονες  και αξίζει να διαβαστούν  ως κολυμβήθρα αναβάπτισης της μνήμης μας, σε μια από τις πράγματι κορυφαίες και κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας μας. Οι ποιητές έχουν τον ανανεωτικό λόγο.
Οι στίχοι σε υψηλό βηματισμό, έκφραση και περιεχόμενο, μαρτυρούν μια ανωτέρου επιπέδου ποιητική γραφή. 
Στο «Νόστο των Ηρακλείδων» του 2006 βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταθμό στην ποιητική πορεία της Κλεοπάτρας Μακρίδου, που φανερώνεται στη ρηματική της σκευή και στην επιθετική, ένας πλούσιος τώρα κόσμος εισβάλλει, ύστερα σίγουρα από πολλή μελέτη της γλώσσας.

Τολμηρά λεκτικά πρωτότυπα σύνολα ομολογούν την μελετημένη, σπουδασμένη, γνώστρια  της γλώσσας και της Ιστορίας, απελευθερωμένη ποιήτρια, ριζωμένη από τη μια στην πλουσιότατη παράδοσή μας και από την άλλη την ιπτάμενη στον ελεύθερο αέρα της ποίησης.
Η ποιητική πρόοδος είναι εν πολλοίς οφθαλμοφανής.

Και η λεξιλογική επανάσταση. Όσο κι αν το θέμα είναι η μεγάλη πληγή της πατρίδας και του ταυτισμού της με την ποιήτρια, ο πλούτος των εκφραστικών μέσων είναι τόσος κι οι τρόποι τόσοι πολλοί που προκαλούν τον γνήσιο θαυμασμό του επαρκούς αναγνώστη, που παρακολουθεί τις εναγώνιες προσπάθειες εκφραστικής διεξόδου του ανθρώπου που ποιεί και επιδιώκει τον εμπλουτισμό της ποίησής του, έστω και με ελαφρούς απόηχους άλλων μεγάλων της λογοτεχνίας, ένα γνώρισμα της τέχνης της, θετικό, όταν ερμηνευτεί παρόμοια με την «επίκληση στην αυθεντία» στον πεζό λόγο.

Τα ποιήματα διατηρούν τα γνωρίσματα της αμεσότητας της επικοινωνίας, κι ενός αβίαστου και φυσικού εκπληκτικού συνδυασμού λέξεων, που οδηγεί στο συμπέρασμα πως μια πηγή λαλέουσα μας δίνει τη χαρά να ποιεί και να μας προσφέρει την ευκαιρία της μετοχής στον ποιητικό της κόσμο, για τα οποία πάντοτε ευχαριστούμε οι αναγνώστες τους ποιητές.

Κάποτε στην ποίησή της προβληματίζει η διάζευξη: ή ποιήματα του συγκεκριμένου τόπου, χρόνου, προσώπων
ή ποιήματα προσπάθειες σύλληψης του ασύλληπτου, που εκφράζουν την ίδια την ψυχή, τη ζωή, το νόημα, όπως νεφελωδώς και ποιητικά συλλαμβάνεται και εκφράζεται, όπως στη συλλογή «Ιχνηλασία».

Η απάντηση είναι δύσκολη, ποια είναι τα προτιμότερα, γιατί ενώ ο αναγνώστης χαίρεται ποιήματα αφηρημένα, όπου κελαηδεί ελεύθερο πουλί ο ποιητής και εκφράζεται, όπως το «Ενύπνιος φωνή», βαθύτατο τραγούδι της ψυχής, και πάλι ένα από τα καλύτερα, συλλήψεις του ασύλληπτου και ουσιώδους που περικλείει τη ζωή της.
Έρχονται όμως και ποιήματα συγκεκριμένου τόπου- χρόνου- προσώπων, που οδηγούν τον αναγνώστη στην αναβίωση κοινών με τη δημιουργό παραστάσεων, όπως το «Η άλλη όψη της Λευκωσίας» με το οποίο ταξιδεύουμε σε γνώριμους τόπους και ξαναζούμε χρόνια της ζωής μας με τη δωρεά του λόγου.

Το τελευταίο της έργο «Άσμα ερωτικό και πένθιμο» θυμίζει βέβαια ως τίτλος  μόνο το ηρωικό εκείνο του Ελύτη, θέτει όμως ως προμετωπίδα στίχους από τον Ερωτικό Λόγο του Σεφέρη, Ρόδο της μοίρας… μια προσκόλληση στους μεγάλους και θαυμασμός, η επίκληση στην αυθεντία που λέγαμε.

Είναι δύσκολο να αναλύσει κανείς όλα εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν ένα ποίημα από την πεζολογία, ακούει όμως εδώ, τον εσώτερο λόγο, στο διάλογό του με τον άλλο, τα αναπάντητα ερωτήματα, και το ξάφνιασμα από τα εκφραστικά ευρήματα

Διαβάζω: «Κλείνω τα μάτια και Σε σκέφτομαι σκέφτομαι το σώμα Σου, πώς να είναι άραγε; Δεν πρόλαβα να το κοιτάξω και η θάλασσα είχε ήδη μπει μέσα μου καθώς το αίμα ταξιδεύει χωρίς πυξίδα.»

Η θάλασσα μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, η αντιστροφή των πραγμάτων, η άλλη οπτική της ποίησης, ταξιδεύει το αίμα χωρίς πυξίδα, αφήνεται ελεύθερη και απροσανατόλιστη η έμπνευση κι ο λογισμός. «Οι νύχτες ασέληνες αιμορραγούν».

Προσωποποιήσεις, μεταφορές , υπονοούμενα, και προπάντων εικόνες τολμηρές, χωρίς τις οποίες ποίημα δεν υπάρχει. Κινηματογραφικές σκηνές, σ΄ένα σπασμένο χρόνο, ασυνεχή, ασπόνδυλο, με τα πηδήματά του, η μνήμη στο κουτσό. Όλες οι αισθήσεις σε διέγερση. Κίνηση, ρυθμοί, χρώματα, ύλη στις αποχρώσεις και στην ποικίλη υφή της. Όλα αυτά δεν είναι λέξεις κενές περιεχομένου αλλά ζωντανή απαίτηση μιας πλήρους ψυχής να εκφραστεί, κι έτσι βρίσκει τις αντίστοιχες λέξεις.

Αλλά ο λόγος δεν έχει τελειωμό, αν δεν του θέσεις όρια.

Αναλογιζόμενος τις συλλογές, φοβούμαι πως πολύ λίγα λέχθηκαν.
Ευτυχώς το έργο είναι εκεί, και προσκαλεί τους αναγνώστες. 

Τελειώνω με στίχους αντιπροσωπευτικούς εαυτής.
Ένα από τα ποιήματα που εκφράζουν την ίδια, όταν συλλαμβάνει την ουσία του εαυτού της:

«Μια ζωή να νοσταλγείς αυτό που ποτέ δεν έζησες                 
παρά στα όνειρά σου                           
κι όμως αυτό ήταν όλη σου η ζωή…»

Η δημιουργός συνεχίζει το έργο της – με τις ευχές μας- ανάμεσα στην πατρίδα και την ξενιτιά της, με όλες τις σημασίες των λέξεων πατρίδα και ξενιτιά, με ιχνηλασίες εντός και εκτός.


Ευχαριστώ