Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΝΙΚΟΥ ΠΕΝΤΑΡΑ, ΕΠΑΝΟΔΟΣ



ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΝΙΚΟΥ ΠΕΝΤΑΡΑ
ΕΠΑΝΟΔΟΣ 1992

Η ποιητική σύνθεση του Νίκου Πενταρά «Επάνοδος» είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, γιατί αναφέρεται σ΄ένα θέμα ζωτικής σημασίας για τους Έλληνες της Κύπρου, την επιστροφή στη γη των πατέρων, στις ρίζες της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, αφού στα κατεχόμενα εδάφη μας είναι βαθιά χαραγμένη η ελληνική μας ιστορία από τον καιρό των Αχαιών.
Στη σύνθεση αυτή ο ποιητής παρουσιάζεται να δέχεται ένα βράδυ την επίσκεψη ενός άγνωστου νέου που μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε  Έλληνας της Κύπρου που έχει μέσα του την ελληνική μας  ιστορία, τις θυσίες και τους αγώνες των προγόνων μας.
 Στην ερώτηση ποιος είναι ο άγνωστος νέος, η απάντηση είναι «…είμαι ο πρώτος εκ των Μυκηναίων που κατοικήσανε την Κύπρο τη Β΄ χιλιετηρίδα π. Χ. ο πρόγονος του Ευαγόρα, του Ρε Αλέξη, του μοναχού Ιωαννίκιου  και του Κυριάκου Μάτση, ο πρόγονός σου ποιητή… Με σπαραγμό ψυχής βλέπω τους εν δουλεία απογόνους μου κι επιθυμώ να τους ελευθερώσω και να τους ανεβάσω πάλι στην Αχαιών Ακτή.»
Η επανεγκατάσταση των προσφύγων στις εστίες τους θεωρείται πρώτιστο καθήκον των νεοτέρων και ανατίθεται στον ποιητή ο ρόλος του Μωϋσέως, να οδηγήσει δηλαδή το λαό στις ρίζες του, στα χώματά του, στην Αχαιών Ακτή, στην Ακανθού.
Ο ποιητής παίρνει κριτική θέση απέναντι στην έλλειψη προγραμματισμού, στα συνθήματα στα κενά λόγια και στα κλωνάρια της ελιάς.
Ο κατακτητής είναι αδίστακτος. Κι ακολουθεί ένα ερώτημα που πρέπει πολλούς να προβληματίσει: «Πρόγονέ μας Μυκηναίε, δείξε και φανέρωσε αν ο κατακτητής μας θέλει την απελευθέρωσή μας κι επιθυμεί το γυρισμό μας στην Αχαιών Ακτή.» Όσο ποιητικό κι αν είναι το ερώτημα δεν παύει να είναι τραγικά αληθινό. Ο ποιητής συλλαμβάνει ήδη από το 1992 την ψυχική μεταστροφή μερικών ελληνοκυπρίων και την αναπόφευκτη καταστροφή.
Ακολουθεί η υπόμνηση των αγώνων των Ελλήνων της Κύπρου, με τη Μαρία τη Συγκλητική και τους θυσιασθέντες το 1821. Ο ποιητής αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του, να οδηγήσει το λαό του στα χώματά του, οπότε, στην επόμενη ενότητα,  παρουσιάζεται ο πατέρας του ποιητή που τον περιλούζει με τα κατάλοιπα του μυκηναϊκού στην Κύπρο πολιτισμού. «Σου μεταγγίζουμε το φως ` το φως το αληθινό που θα φωτίζει την καρδιά σου και τη σκέψη σου για την επάνοδο στην Αχαιών Ακτή» λέει ο πατέρας.
Το τελευταίο μέρος: « Έχοντας για σώμα- αντί για σάρκα και οστά- το φως το αληθινό που μου μετάγγισαν τα ειδώλια, παίρνω τον αμφορέα και ξεκινώ ` πάω στους εν δουλεία που, καθώς με βλέπουνε με τέτοιο σώμα και με τον αμφορέα, κάποιος χιμάει κατά πάνω μου, τον παίρνει από τα χέρια μου με βία και μου τον φέρνει στο κεφάλι. Άσαρκο καθώς είναι, τίποτε δεν παθαίνει, ευτυχώς, ο αμφορέας όμως, δυστυχώς, γίνεται θρύψαλα, τα ειδώλια σκορπίζονται στο χώμα, το βάζουν έντρομα στα πόδια κι εξαφανίζονται.»
Η καταστροφή του πολιτισμού και της ιστορίας μας στα υλικά τους λείψανα μπορεί να είναι πραγματικότητα, όμως το ελληνικό φως δεν είναι υλικό` άυλο ως είναι φωτίζει τις σκέψεις και αποφάσεις των ποιητών και πνευματικών ανθρώπων που έχουν μέσα τους βαθιά την ελληνική μας Ιστορία και το καθήκον απέναντί της.