Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ο μύθος κατά Ιωάννη Κουτσάκο




ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ




Ο  ΜΥΘΟΣ
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΤΣΑΚΟ














ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2009

ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Ο ΜΥΘΟΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΥΤΣΑΚΟΥ Ο ΜΥΘΟΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ»

Στο βιβλίο του Ιωάννη Κουτσάκου Φαινομενολογικές και Οντολογικές Μελέτες για τη Ζωή και το Πνεύμα,  που εκδόθηκε το 2008, υπάρχει κεφάλαιο αφιερωμένο στο Μύθο. Από την πρώτη ανάγνωση, το κεφάλαιο αυτό γοητεύει και κεντρίζει για έρευνα για κάτι βαθύτερο. Αισθάνεται κανείς πως ο Μύθος οδηγεί τον άνθρωπο στις πηγές του, όπου ξαναβρίσκει τη χαμένη και διασπασμένη του ενότητα, αφού ο μύθος αναφέρεται στις αρχές της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και περιέχει θεμελιώδεις αλήθειες που δεν αλλοιώθηκαν από τον τόπο ή τον χρόνο ή τις διάφορες ερμηνείες που δόθηκαν αργότερα από θρησκείες, φιλοσοφία και επιστήμες.
Η μελέτη των μύθων είναι ελκυστική. Ο άνθρωπος με τους μύθους εκφράζει τις πρώτες απορίες του και δίνει τις πρώτες εξηγήσεις του για τη γένεση των όντων, για τη σχέση του με τα όντα, προ πάντων όμως –όπως συνέλαβε ο Γιουγκ τα πράγματα στην Ψυχολογία του Βάθους-  μας προσφέρεται μέσω των μύθων και η ίδια η ιστορία της πορείας της ψυχής από στο ασυνείδητο στο συνειδητό με βάση τα πανανθρώπινα αρχέτυπα και τα σχετικά με αυτά σύμβολα.
Ένας άλλος μεγάλος μελετητής της θρησκείας και των Μύθων, ο Μιρκέα Ελιάτε, με τα συγκλονιστικά του ευρήματα για τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο οδηγεί στη συνάρτηση Ελιάτε, Γιουγκ και Χάιτεγκερ.
Λέγοντας μύθο στην αρχαιότητα εννοούσαν το λόγο, την ομιλία, τη διήγηση, οτιδήποτε εκφέρεται με λέξεις διά του στόματος, ομιλία αντίθετα με το έργο, δημόσια ομιλία, συζήτηση, οδηγίες, διαταγές, υποσχέσεις, το θέμα ομιλίας, σχέδιο, ρητό, φήμη, διήγηση, μύθος, παραμύθι, ιστορία. Τέλος, ο μύθος χρησιμοποιείται ως λέξη αντίθετη προς το λόγο.
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη της φιλοσοφίας η λέξη  λόγος περιορίζεται στη λογική έννοια και πρόταση, ενώ η λέξη μύθος αντιστοιχεί προς τη φανταστική ιστορία.
Τον 20ο  αιώνα με τις εργασίες ιδιαίτερα του Λεβυ Στρως τη δεκαετία του 1960 αποκαθίσταται η συγγένεια μύθου και λόγου, αφού βρίσκεται πως και οι μύθοι έχουν τη λογική τους και πως το σχήμα αίτιο – αποτέλεσμα ισχύει και στο μύθο (π.χ. διέπραξες έγκλημα, άρα τιμωρείσαι από τον Ποσειδώνα). Σε τελευταία ανάλυση μπορούμε να πούμε πως συνδέονται λογικά μυθική σκέψη και επιστημονική τουλάχιστο στη διάσταση της δομής τους, το α αίτιο έχει το β  αποτέλεσμα, με τις βασικές βέβαια διαφορές λογικής και μυθικής ερμηνείας.
Μια βασική διαφορά μύθου και λόγου είναι πως ο μύθος θεωρείται συλλογική ερμηνεία που μεταδίδεται προφορικά σε αντίθεση με το φιλοσοφικό λόγο που είναι δημιούργημα συγκεκριμένων ατόμων με τη χρήση γραφής και με πνεύμα μάλλον διαλογικό, σε αντίθεση με το μύθο που περιβάλλεται το μανδύα της μονολογικής αυθεντίας. Κοινό σημείο είναι πως και ο μύθος και ο λόγος αποτελούν προσπάθειες του ανθρώπου να ερμηνεύσει τον κόσμο του.
Διαιρέσεις των μύθων υπάρχουν διάφορες όπως
κοσμογονικοί- κοσμολογικοί, που αναφέρονται στη δημιουργία και τη φύση του κόσμου,
εσχατολογικοί που μιλούν για το τέλος του κόσμου, όπως οι μεσσιανικοί και χιλιαστικοί,
θεογονικοί μύθοι, όπως η θεογονία του Ησιόδου
Μύθοι πολιτιστικών ηρώων και σωτηριολογικοί, όπως του Προμηθέα
Μύθοι χρόνου και αιωνιότητας σχετικοί με την κίνηση των ουράνιων σωμάτων και τον κοσμικό χρόνο
μύθοι πρόνοιας και πεπρωμένου με πρωταγωνιστές τη Μοίρα και την Ανάγκη που είναι ανώτερες από τους θεούς
μύθοι ανανέωσης και αναγέννησης, με βασικό στοιχείο τον κυκλικό χρόνο και την ανανέωση της φύσης και των πολιτισμών
μύθοι σχετικοί με ιδρυτές θρησκειών, ασκητές και αγίους
μύθοι βασιλιάδων, δυναστειών, ηρωικών κατορθωμάτων, π.χ. Θησέας κ.α.
αιτιολογικοί μύθοι που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη γένεση όντων και φαινομένων φυσικών ή ανθρώπινων
ιστορικοί μύθοι, π.χ. ο τρωικός πόλεμος
ιδρυτικοί μύθοι σχετικοί με οικιστές πόλεων.
Σχετικοί με το μύθο είναι οι αλληγορίες, οι παραβολές, οι θρύλοι και τα παραμύθια.
Η αλληγορία – ομιλία που υπονοεί κάτι άλλο από αυτό που λέγεται- αποτελεί ένα έμμεσο, πλάγιο τρόπο έκφρασης
η παραβολή αποτελεί σύγκριση μιας ιστορίας με μια ιδέα, και συνήθως έχει διδακτικό ηθικό χαρακτήρα
οι θρύλοι είναι αφηγήσεις που προσαρμόζουν μυθικά και φανταστικά στοιχεία στις περιπέτειες ενός ιστορικού προσώπου –Βασίλειος Διγενής Ακρίτας
τα παραμύθια είναι τρόπος προσαρμογής των μύθων προς την παιδική συνείδηση. Είναι μια αλήθεια, μια ψυχολογική πραγματικότητα που μέσα από σύμβολα και αλληγορίες προσαρμόζεται στο συνειδησιακό επίπεδο του παιδιού.
Οι μύθοι ερμηνεύονται με διάφορους τρόπους
αλληγορική ερμηνεία
α. φυσική αλληγορία – οι θεοί είναι προσωποποιήσεις αρετών
β. ιστορική-ορθολογιστική, οι θεοί και ήρωες ήταν ιστορικά πρόσωπα που θεοποιήθηκαν λόγω της προσφοράς τους στην ανθρωπότητα, μια τέτοια ερμηνεία είναι ο Ευμερισμός- από τον Ευήμερο, συγγραφέα του 300 π.Χ. περίπου που υποστήριξε πως οι θεοί ήταν ήρωες, ιστορικά πρόσωπα που αργότερα θεοποιήθηκαν από τους ανθρώπους
ο ορθολογισμός, πιστεύει πως οι μύθοι ανήκουν στην παιδική φάση της ανθρωπότητας και αυτήν εκφράζουν
η συγκριτική μέθοδος, γλωσσολογική, ανθρωπολογική, ή ιστορική μελετούν όμοιους μύθους λαών και βρίσκουν τα κοινά θέματα και ιδέες παγκόσμια
για τους Ρομαντικούς ο μύθος οδηγεί τον άνθρωπο στη σωστή του σχέση με τη φύση, ο μύθος είναι μεσάζων ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, ανήκει στις σημαντικότερες δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, όπως η τέχνη. Κατά Σέλλιγκ, το Απόλυτο εκφράζεται μέσω του Μύθου.
                                                   *******************






Όπως προανέφερα, κέντρισμα για να ασχοληθώ με το μύθο ήταν το αντίστοιχο κεφάλαιο στο βιβλίο του δασκάλου μας Ιωάννη Κουτσάκου. Ένα σημαντικό κατηγοριακό σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και στα νεότερα χρόνια από τον Έγελο είναι η τριάδα «ενότητα, χωρισμός, υπέρβαση»
Όπως γράφει ο ίδιος, « Ο άνθρωπος ως υποκείμενο όταν χωρίζεται από τα όντα και τα αντικειμενοποιεί, ως εάν να καταλαμβάνεται από φόβο για το χωρισμό, για το ρήγμα που ανοίγεται μεταξύ του ιδίου και των όντων. Και ως εάν να νοσταλγεί την προ του χωρισμού συνέχεια, ενότητα και αμεσότητα, μέσα στην οποία βρισκόταν, ως εάν να αρπάζει τον απόηχο της προαναμνησιακής συνέχειας σαν από υπόγεια ρεύματα της συνειδήσεώς του εξωθείται και προβαίνει σε ενέργειες και πράξεις που φαίνονται σαν απόπειρες υπέρβασης του χωρισμού και επιστροφής στη συνέχεια. Και φυλογενετικώς και οντογενετικώς οι πράξεις αυτές φανερώνονται στο μύθο, στην τέχνη και στη θρησκεία και στην ποίηση ως εγχείρημα επιστροφής στον πατρικό οίκο ή στον παράδεισο.»
Ο Πλάτων λέει πως  «Πάσα μεν ανθρώπου ψυχή φύσει τεθέαται τα όντα, ή ουκ αν ήλθεν εις τόδε το ζώον» (Φαίδρος),
Ο  Αριστοτέλης, ιδίως τα Μετά τα Φυσικά υποστηρίζει πως «Η ψυχή τα όντα πως εστί πάντα»
ενώ ο Έγελος στη Φαινομενολογία του Πνεύματος  χρησιμοποιεί τη διαλεκτική «αναίρεση –συναίρεση» και τη διαρκή ανάβαση των όντων στο ανώτερο επίπεδο.
Με αυτή τη βαριά αρματωσιά οδηγείται και Ο Ιωάννης Κουτσάκος στο πλέγμα «συνέχεια, χωρισμός και υπέρβαση» το οποίο και υποθέτει ως Βασικό Κατηγοριακό Σχεδιάγραμμα. Με αυτές τις τρεις βασικές κατηγορίες, προερχόμενες από τη ζωντανή τριβή του με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Έγελο, πλέκει το δίχτυ, για να συλλάβει και να οργανώσει τον κόσμο, ανόργανο, οργανικό, στις διάφορες βαθμίδες του, τη μηχανική, φυσική, βιολογική, ψυχολογική, πνευματική και παρακολουθεί  την πορεία των πραγμάτων στη διαλεκτική της αναίρεσης συναίρεσης, του ανεβάσματος στα ανώτερα σκαλοπάτια του όντος.  Αυτό το κατηγοριακό σχήμα χρησιμοποιεί και στη μελέτη των μύθων.
                                                   ******************


Ας έρθουμε όμως στο προκείμενο. Ο μύθος
Οι κοινωνίες χωρίζονται σε κοινωνίες του μύθου και σε κοινωνίες του ορθού λόγου.
Ο μύθος μπορεί να θεωρηθεί πως είναι το πρώτο στάδιο μετεξέλιξης της ζωής σε πνεύμα.
Αφού ο άνθρωπος μετασχηματίζεται από άλογο σε λογικό ον, σημαίνει πως διακρίνει τον εαυτό του από τα άλλα όντα και μάλιστα αγωνίζεται να συλλάβει τα χαρακτηριστικά του ως ανθρώπου και τις ιδιαιτερότητές του από τα άλλα όντα.
Έτσι ισχύει και πάλι το σχήμα ενότητα- χωρισμός- υπέρβαση, ένα σχήμα λογικό μέσα στο οποίο χωρούν άπειρες περιπτώσεις και μπορούν να ερμηνευτούν άπειρα δείγματα ζωής.
Αν πάρουμε για παράδειγμα το μύθο του Οιδίποδα, θα παρατηρήσουμε πως αυτός  εκφράζει την πορεία και τραγική περιπέτεια του ανθρώπου κατά την αναζήτηση της συλλογικής και ατοµικής ταυτότητάς του και ταυτόχρονα την ανύψωσή του σε υψηλά επίπεδα τραγικής αυτοσυνείδησης και αυτογνωσίας.
Στο µύθο αυτόν ο άνθρωπος αναφαίνεται ως µια φωτεινή στιγµή, ως µια αναλαµπή µέσα στο άπειρο, για να δύσει πάλιν στο άπειρο.
(α) Η ατοµική και η συλλογική ταυτότητα.
Ο µύθος του Οιδίποδος - ιδιαίτερα η λύση του αινίγματος της σφίγγας, άρα το ερώτημα τι είναι άνθρωπος- αποδεικνύει πως στον άνθρωπο αυτή την εποχή λειτουργεί αναπτυγμένος λόγος (ως διάνοια και γλώσσας που αναζητούν την ατοµική και τη συλλογική ταυτότητα.
Αποδεικνύει πως υπάρχει  µια ενόραση-συνόραση και αντίληψη:
(α) πως το άτομο είναι διαφορετικό από τα άλλα και πως η ανθρώπινη υπόσταση είναι αντίθετη προς τα άλλα όντα και
(β) πως το άτομο είναι το ίδιο με τον εαυτό του σε διάφορους τόπους και χρόνους ή πως η το ανθρώπινο γένος έχει ταυτότητα προς τον εαυτό του  σε αντίθεση προς τα άλλα ζώα και φυτά, και γενικά τα άλλα όντα.
΄Ετσι ο άνθρωπος αποκτά ατομική και συλλογική ταυτότητα. Αυτό αποδεικνύει πως στο μύθο λειτουργούν λογικά όπλα, διάνοια και γλώσσα.    


 (Β) Η οντολογική συνέχεια, ο χωρισµός και η υπέρβαση στη ζωή των ανθρώπων των κοινωνιών του µύθου

(α) Γενικά για την οντολογική συνέχεια στους ανθρώπους των κοινωνιών του µύθου

Ο άνθρωπος των κοινωνιών του µύθου ταυτίζεται µε τα έµβια, µε φυτά και ζώα, αλλά και µε άψυχα όπως µε ξύλα, µε λίθους, µε εργαλεία ή και µε τη σκιά του. Πράγµατα που ανήκουν σε κάποιο «άτοµο» αποτελούν προέκταση ή καλύτερα συνέχεια τούτου. Πράγµατα, όπως αποµεινάρια τροφής, ενδύµατα, εργαλεία, χειρωνακτικά προϊόντα του, η σκιά του, το όνοµά του αποτελούν συνέχεια του είναι του. Αν κάποιος επέµβει σε αυτά, τότε κατά κάποιο τρόπο, επηρεάζει, ενίοτε µάλιστα µέχρι θανάτου, και εκείνον στον οποίο αυτά ανήκουν. Τούτο σηµαίνει, υποθέτοµε, ότι ο άνθρωπος του µύθου αντιλαµβάνεται τα πράγµατα ως συνεχόµενα µε το «άτοµό του», ως µέρος του είναι του.
Τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι χωρίζονται και διακρίνονται στο µύθο, αλλά συγχρόνως επικοινωνούν µεταξύ των και ταυτίζονται.  Ισχυρότερη εµφανίζεται η ταύτιση του µυθικού ανθρώπου µε ζώα µάλλον παρά µε φυτά. Ζώα και άνθρωποι κοινωνούν φιλικώς µεταξύ των. Οι κροκόδειλοι ήταν φίλοι των ανθρώπων και µιλούσαν την ανθρώπινη γλώσσα, όπως πιστεύουν οι Sarawaks (Ινδιάνοι). Παρόµοια αντίληψη υπάρχει και στην Παλαιά Διαθήκη, κατά την οποία άνθρωποι και ζώα, πριν την πτώση, ήταν φίλοι και µιλούσαν την ίδια γλώσσα. LXT Genesis 3:1
Συνέχεια, «κοινωνία» και ταύτιση λειτουργούν επίσης στους µύθους των Εσκιµώων. Ινουΐτ: οι Εσκιμώοι της Αλάσκας: Ο θεός Ράβεν είχε ταυτόχρονα δύο δυνάμεις : του ανθρώπου και του πουλιού και μπορούσε να παίρνει όποια κάθε φορά μορφή ήθελε. Γεννήθηκε από το σκοτάδι και έφτιαξε τον κόσμο με ένα χτύπημα των φτερών του. Η γη ήταν σκοτεινή και σιωπηλή . Έφτιαξε το νερό και τα βουνά και γέμισε τη γη με σπόρους μπιζελιών. Μετά από πέντε μέρες ένα από τα φυτά που φύτρωσαν, άνοιξε και πετάχτηκε ένας άνθρωπος. Στην αρχή ήταν ζαλισμένος κι έπινε νερό από τις λακκούβες.  Ο Ράβεν πέταξε πάνω από τη γη , όταν η ματιά του έπεσε κάτω. Κοιτάχτηκαν με τον άνθρωπο για κάμποση ώρα και τελικά ο Ράβεν του είπε: «Ποιος είσαι και από πού έρχεσαι ;» Ο θεός ήταν έκπληκτος , καθώς δεν ήξερε τι θα συνέβαινε με τους σπόρους των μπιζελιών. «Έχεις φάει ;» «Ήπια νερό» ,απάντησε ο άνθρωπος . «Περίμενε εδώ!» είπε ο Ράβεν και πέταξε στο νυχτερινό ουρανό. Μετά από τέσσερις ημέρες ο Ράβεν γύρισε κρατώντας δύο βατόμουρα και δύο ρείκη. «Αυτά είναι για σένα. Θα μεγαλώσουν και θα γεμίσουν τη γη για να σε θρέψουν.» Ο άνθρωπος τα έφαγε μεμιάς αλλά ο Ράβεν του εξήγησε πως έτσι δε θα χορτάσει την πείνα του και άρχισε να δουλεύει τον πηλό για να φτιάξει δύο πρόβατα. Άπλωσε τα φτερά του πάνω τους κι αυτά ζωντάνεψαν. Φοβήθηκε όμως να μη τα φάει αμέσως ο άνθρωπος και τα σκόρπισε στα βουνά. Έφτιαξε ψάρια και τα σκόρπισε στη θάλασσα, έφτιαξε πουλιά και τα σκόρπισε στον ουρανό και κάθε ζώο το τοποθέτησε κάπου , ώστε να χρειάζεται προσπάθεια για να πιαστεί από τον άνθρωπο. Σιγά σιγά φύτρωσαν κι άλλοι άνθρωποι ενώ ο θεός – δημιουργός έφτιαξε και μία αρκούδα για να τη φοβούνται.
Η μοναξιά όμως του πρώτου ανθρώπου έγινε αντιληπτή από το Ράβεν και για αυτό το λόγο πηγαίνοντας σε έναν τόπο που δεν ήταν ορατός από τον άνθρωπο δημιούργησε μια μικρότερη μορφή , τη γυναίκα. «Αυτή είναι η γυναίκα, η συντροφιά και βοηθός σου». Και η γη πλημμύρισε από ανθρώπους , φωνές και πολλά είδη ζωής.
Υπήρχε, σύμφωνα με τους µύθους αυτούς, µια εποχή στην οποία όλα τα ζώντα είχαν διπλή µορφή και εµφανίζονταν «κατά βούληση» µε τη µια ή µε την άλλη µορφή. Υπηρχε δηλαδή µια µέθεξη του ανθρώπου και του ζώου σε κάτι το κοινό, το ένα μετείχε του άλλου. Αυτή η διπλοµορφία, η φιλία, η εύκολη µετάβαση από τη µια µορφή στην άλλη φανερώνουν ότι µεταξύ ζώου και ανθρώπου υπάρχει στο µύθο µια µορφή ταύτισης, που ερμηνεύεται ως  οντολογική συνέχεια.
Ο άνθρωπος δεν έχει ακόµη χωρισθεί από τα όντα ή µπορεί να επανενώνεται µε αυτά και να ζει και να συνέχεται µε αυτά.
Σε µερικές κοινωνίες του µύθου επικρατεί η αντίληψη ότι όταν γεννηθούν δίδυµα, το ένα απ' αυτά δεν είναι τέκνο του συζύγου αλλά κάποιου πνεύµατος ή τουλάχιστον τέκνον όχι ανθρώπινου όντος. Σε πολλούς µύθους των ηρώων ο ήρως έχει δυο πατέρες: εκτός από τον προσωπικό πατέρα έχει και ένα άλλον, ευγενέστερο, θεϊκό πατέρα. Οι ήρωες µπορεί να έχουν διφυή χαρακτήρα, που αντανακλάται:
(α) στην περίπτωση διδύµων, από τους οποίους ο ένας είναι θνητός, ενώ ο άλλος αθάνατος ή διάγουν το ήµισυ του χρόνου των µαζί µε τους θεούς, Π.χ. Στον Όλυµπο (βλ. Διόσκουροι) και (β) στη διπλή γέννηση του ήρωος (π.χ. Διόνυσος, Διθύραµβος).
Οι Διόσκουροι ήταν παιδιά του Δία και της Λήδας και αδέρφια της ωραίας Ελένης. Σύμφωνα με το μύθο, η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε δυο αβγά. Από το πρώτο γεννήθηκε η Ελένη, ενώ από το δεύτερο δύο δίδυμα αγόρια, οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Κάστορας ήταν γιος του νόμιμου συζύγου της Λήδας, του Τυνδάρεου, βασιλιά της Σπάρτης, και γι' αυτό ήταν θνητός, ενώ ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία και επομένως αθάνατος
Η λέξη διθύραμβος πιστεύεται πως η λέξη προήλθε από: α) τον "Διθύραμβο" Διόνυσο, που γεννήθηκε δύο φορές, μια από την Σεμέλη και μια από τον μηρό του Δία και β) δις-θύρα-βαίνω. Η εξέλιξή του οδήγησε στη γένεση της τραγωδίας. Με τα χρόνια εξελίχθηκε από λατρευτικό τραγούδι σε ξεχωριστό λυρικό και χορευτικό καλλιτεχνικό είδος.
Στους ελληνικούς µύθους, παρόλο που ο κόσµος των νεκρών, ο Άδης, χωρίζεται από τον κόσµο των ζώντων, υπάρχει µια συνέχεια νεκρών και ζώντων, που µπορεί να λανθάνει αλλά αναφαίνεται κάποτε, όπως στην Οδύσσεια: ο Οδυσσέας κατέρχεται στον Άδη και επικοινωνεί µε τους νεκρούς. ( Αυτά είπε κι εγώ το’ θελα κι ανάδευα στο νου μου να την αδράξω την ψυχή της πεθαμένης μάνας, τρεις φορές χύθυκα με ορμή ν’ αδράξω την ποθώντας και τρεις φορές με ξέφυγε σαν όνειρο, σαν ίσκιος.)
 Η σηµασία ή και προτεραιότητα της οµάδας έναντι του ατόµου φαίνεται και από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα άτομο θυσιάζεται για την ομάδα ή όταν μια αμαρτία ενός βαρύνει όλη την κοινότητα και τις επόμενες γενιές.
Γενικά ή λέξη άγος στην αρχαιότητα σήμαινε μίασμα, κατάρα, οργή Θεού, αμαρτία. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως το άγος προερχόταν  από έγκλημα που ακολουθούσε το δράστη οποίος καθίστατο "εναγής"  καταραμένος. Σε άγος υποκείμενα δεν ήταν μόνο τα άτομα αλλά  και πόλεις και κράτη.. Έτσι ακολουθούσε "κάθαρσις" ή "εξαγνισμός". Παράλληλα επιβαλλόταν  τιμωρία των ενόχων, συνηθέστερα εξορία ή ζητούνταν άλλοι ως εξιλαστήρια θύματα. Η Ιφιγένεια είναι ένα τέτοιο δείγμα. Θυσιάζεται για την ομάδα.
Από αυτά καταλαβαίνουμε πως το ισχυρότερο για τον άνθρωπο των κοινωνιών του µύθου είναι η οµάδα, το γένος, η κοινότητα, απ' όπου και παίρνει την οντότητά του. 









Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ Η οντολογική συνέχεια ανθρώπων και ζώων αναφαίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις όπως 1. στη λύπη των αλόγων του Αχιλλέα για το θάνατο του Πατρόκλου. Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος και ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και ταιριασμένο, και μές στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλλέας ανέβηκε -άμα οπλίστηκε- στ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.  Και φώναξε με σκιαχτερή φωνή στα γονικά άτια "Ψαρέ και Ξάνθο, ξακουστά παιδιά της Φτεροπόδας, κοιτάξτε, αλλιώς τον αμαξά να ξαναφέρτε πίσω στα πλοία εδώ, όταν πόλεμο χορτάσουμε και μάχη, όχι όπως έμεινε νεκρός ο Πάτροκλος στον κάμπο". Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι, ο Ξάνθος -κι έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι η χαίτη ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμου-τι του'δωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα "Ναί, θα σε σώσουμε -θα δείς, θεόμορφε Αχιλλέα-Και τώρα ακόμα, μα η αυγή πλακώνει πια η στερνή σου. Δε φταίμε, η μοίρα και τρανός θεός θα σ' αφανίσει. Τί μήτε απ' όκνο κι άργητα δική μας του Πατρόκλου του πήραν τότες τ' άρματα απ' το κορμί του οι Τρώες. Τρανός θεός τον εφαγε στων μπροστινών τη μέση, του Δία ο γιός και της Λητός, και δόξασε τους Τρώες. Τρέχουμε και με φύλλο εμείς ζεφύρου, αν είναι ανάγκη, στο'γραψε η μοίρα απο θεό να σκοτωθείς κι όχι άντρα".   Είπε, κι αμέσως τη φωνή του πήρανε οι Κατάρες. Τότ' είπε του Πηλέα ο γιός βαριά αγαναχτισμένος  "Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. Ναί, ξέρω αυτό κι εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μά κι έτσι εγώ δε φεύγω ,πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσω". Είπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας. (Μετάφραση: Α. Πάλλης)

2. Επίσης αναφαίνεται στις περιπτώσεις της µεταµόρφωσης των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους από την Κίρκη ή
3. των αλληλοδιαδόχων µορφών µεταλλαγής του Πρωτέα. Ο Όµηρος τον χαρακτηρίζει «ενάλιον γέροντα», υπηρέτην του Ποσειδώνα. Οι αλληλοδιάδοχες και ταχύτατες µεταµορφώσεις του στη µορφή οποιουδήποτε ζώου ή φυσικού στοιχείου (π.χ. Νερού ή φωτιάς) παρέχουν τη βάση να θεωρηθεί ο Πρωτέας ως ο «αρχέτυπος της οντολογικής συνέχειας». Το όνομα "Πρωτέας" είναι μια αρχαία λέξη, που σημαίνει "πρώτος", "πρωτόγονος" και "πρωτογέννητος". Αν αυτό συνδυαστεί με την ικανότητα του Πρωτέα να παίρνει όποια μορφή θέλει, φτάνουμε ίσως στη βαθύτερη κατανόηση του μύθου. Ο Πρωτέας είναι μια πρώτη μορφή ύλης που διαδοχικά μεταμορφώνεται και δημιουργεί όλες τις άλλες μορφές που αποτελούν τον κόσμο. Είναι η αρχική ουσία, που οι διαφορετικές εκδοχές της έφτιαξαν τα μέρη του σύμπαντος, ο "πρώτος" δαίμονας.
«……………..Τότες με βουή χουμήξαμε, και ξάφνου αδράξαμέ τον αυτός την τέχνη δεν ξεχνάει, και πρώτ' απ' όλα γίνη λιοντάρι με τη χήτη του, κατόπι αμέσως φίδι κι αγριόχορος, και πάρδαλη, τέλος νερό τρεχάτο, και δέντρο αψηλοφύλλωτο. Κι εμείς την ώρα εκείνη γερά τονέ κρατούσαμε μ' απόφαση στο νού μας. Μα τέλος σαν απόκαμε ο παμπόνηρος ο γέρος, άρχισε τότες να ρωτάει, κι αυτά τα λόγια μου'πε "Ώ γιέ του Ατρέα, ποιός θεός κατηχημένο σ' έχει, και με το ζόρι ξαφνικά μ' αδράχνεις; Τι γυρεύεις;"
Η οντολογική συνέχεια µε τους νεκρούς και τους προγόνους επισηµαίνεται σε ασθενή µορφή στα όνειρα και στις αναµνήσεις. Η ποίηση και τα µνηµεία διασφαλίζουν µια τέτοια συνέχεια. Ισχυρότερη φαίνεται η συνέχεια στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ζώντες, όπως
4 . ο Οδυσσέας, υπερβαίνει τα όρια του κόσµου των ζώντων, και κατέρχεται στον κόσµο των νεκρών.
5. Την αρχική συνέχεια των κόσµων και το χωρισµό υποδηλώνουν οι τρεις κοσμοκράτορες, Ζευς, Πλούτων και Ποσειδών, που χώρισαν τον κόσµο σ’ αυτό των  ζώντων, των νεκρών και της θάλασσας.
6. Μορφή οντολογικής συνέχειας αποτελεί και η στενή σχέση θεών και ανθρώπων, όπως αυτή αναφέρεται σε περιπτώσεις: (α) καταγωγής ηρώων από θεούς
(β) γάµων θεών με θνητές ή θνητούς (γ) ανάµιξης θεών στις ανθρώπινες υποθέσεις
π.χ. προστασίας πόλεων, παρέμβαση σε μάχες, συµπαράσταση θεών προς θνητούς.
7. Η ανάµιξη και παρουσία των Θεών στα ανθρώπινα είναι συχνή στον Όµηρο.
8. Αισθητή είναι ακόµη η παρουσία των θεών στα δάση και στους ποταµούς, στα όρη και στις θάλασσες και γενικά στη φύση.
Παρόλον ότι οι διάφοροι κόσµοι είναι χωριστοί εν τούτοις επικοινωνούν µεταξύ των.
Επειδή στα Ομηρικά έπη μπορούμε να παρατηρήσουμε τις αρχές και της φιλοσοφίας και της τραγωδίας και πολλών άλλων εκφάνσεων του πνεύματος, καλό είναι εδώ να επισημάνουμε πως συναντούμε και τα πρώτα δείγματα του αυτοκαθορισμού του ανθρώπου σε ήρωες,  όπως ο Αχιλλέας (που ξέρει τη μοίρα του από τη μάνα του) και ο Έκτωρ (που ξέρει τη μοίρα του από το μάντη Πολυδάμα). Ενώ λοιπόν έχει καθοριστεί γι’ αυτούς ο θάνατος στη μάχη, είναι έτσι ετεροκαθορισμένοι, ωστόσο και οι ίδιοι τον αποδέχονται παρουσιαζόμενοι ως αυτοκαθοριζόμενοι ήρωες, κάτι που θα παρουσιαστεί  λαμπρότερα αργότερα στην αρχαία ελληνική τραγωδία.

) Η ενότητα και ο χωρισμός στη Γένεση και η υπέρβαση διά της αναστάσεως
Η αφήγηση της Γενέσεως στην Παλαιά Διαθήκη ανοίγει με τις προτάσεις: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, η δε γη ην αόρατος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος.Και είπεν ο Θεός· γεννηθήτω φώς· και εγένετο φως. και είδεν ο Θεός το φως ότι καλόν. και διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους. Και εκάλεσεν ο θεός το φως ημέραν και το σκότος εκάλεσε νύκτα. και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί ημέρα μία.»
Εδώ μπορούμε να επικεντρωθούμε προσεκτικότερα στο σχήμα «Συνέχεια-Χωρισμός-Υπέρβασις». Πρώτα-πρώτα είναι το σκότος και η άβυσσος, το αόρατο και ακατασκεύαστο της γης, που θυμίζουν το πυκνό σκοτάδι της προοντολογικής συνέχειας. Η έννοια ακατασκεύαστος δηλώνει ίσως την αμορφία της γης, επειδή βρίσκεται ακόμη μέσα στο σκότος. Στην προοντολογική συνέχεια δεν υπάρχει τίποτα. Εκείνο που υπάρχει είναι το πυκνό σκοτάδι ως σύμβολο του μηδενός ή του χάους.
Η γη, ο κόσμος, τα όντα αρχίζουν να αναφαίνονται όταν γίνεται από το Θεό το φως. Με το φως συνδέεται και ανα- φαίνεται ο χωρισμός: «Είδεν ό Θεός τό φώς ότι καλόν· καί διεχώρισεν ο Θεός ανά μέσον τού φωτός καί ανά μέσον του σκότους». Πριν το φως μέσα στο σκότος δεν διακρίνεται ο κόσμος, δεν διακρίνεται η γη και ο ουρανός, παρόλον που είχαν «ποιηθεί εν αρχή». Η γένεση του φωτός και ο χωρισμός του από το σκότος είναι πρωταρχικά γεγονότα. Συγχρόνως με το χωρισμό του φωτός από το σκότος γίνεται από το Θεό η διάκριση της ημέρας από τη νύκτα, αφού ο Θεός «εκάλεσε το φως ημέραν και το σκότος νύκτα». Η διάκριση ημέρας και νύκτας, που είναι ο χωρισμός ή διάκριση φωτός και σκότους, είναι η έναρξη λειτουργίας του χρόνου.





ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Τούτο μπορεί να μας οδηγήσει σε μερικές αντιστοιχίες της Δημιουργίας, όπως παρουσιάζεται στη Βίβλο, και της ανθρώπινης συνείδησης.
Κατά την προαναμνησιακή φάση της ζωής του νηπίου επικρατεί σκοτάδι και σιωπή, μέχρις ότου αναδύονται η συνείδηση και ο λόγος. Η συνείδηση παρουσιάζεται για πρώτη φορά με τις πρώτες-πρώτες αναμνήσεις, οι οποίες είναι διαρθρωμένες και δεμένες με κάποιο χώρο και χρόνο. Με τη γέννηση της συνείδησης και του λόγου, η ζωή μας, που ήδη μας ήταν δεδομένη αλλά αδιάρθρωτη, όμορφη, «ακατασκεύαστη» διαρθρώνεται, παίρνει μορφή. Έτσι, όπως με την ανάδυση του φωτός και με το λόγο του Θεού αναφαίνεται, διαρθρώνεται, παίρνει σχήμα και μορφή η γη, έτσι με την ανάδυση της συνειδήσεως αναφαίνεται, διαρθρώνεται και παίρνει σχήμα και μορφή μέσα στο φως της συνειδήσεως διά του λόγου —διά της γλώσσας— η ανθρώπινη ζωή μας. Μπορούμε ώστε να παραλληλίσουμε το κοσμολογικό γεγονός της διαμορφώσεως της γης —του κόσμου δηλ.— και της εμφανίσεώς της, μέσα στο φως διά του λόγου του Θεού, με το ανθρωπολογικό γεγονός της διαμορφώσεως της ζωής και της εμφανίσεώς της ως ανθρώπινης ζωής στο φως της συνειδήσεως με τη συνεργία του λόγου.

Θα μπορούσαμε ακόμη να πούμε ότι, εφόσον με τη διάκριση, με το χωρισμό σκότους, φωτός χωρίζονται, αναδύονται και διακρίνονται τα όντα, συγχρόνως με αυτούς τους χωρισμούς ως εάν να αγγέλλεται η έναρξη λειτουργίας της αντίληψης του χώρου. Και όλη αυτή η ιστορία των χωρισμών και των αναδύσεων λαμβάνει χώραν διά του λόγου («είπεν ο Θεός» και «εκάλεσεν ο Θεός»)  ώστε θα μπορούσε ένας να διατυπώσει την άποψη πως ο έναρθρος προφορικός λόγος είναι και η αρχή του κόσμου για τον άνθρωπο.
Δια του λόγου του Θεού γεννώνται το φυτικό και το ζωικό βασίλειο. Τον άνθρωπον ο Θεός εποίησεν κατ’ εικόνα εαυτού και ενεφύσησεν εις τό πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής», και του έδωσε εξουσία επί του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Έτσι παρατηρούμε το χωρισμό του ανθρώπου από τα ζώα, πράγμα  που μαρτυρείται
(α) από το διαφορετικό τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου από το Θεό και (β) από το ότι στον άνθρωπο εδόθη εξουσία επί του φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Συγχρόνως όμως έχομε και μια συνέχεια του ανθρώπου με τα ζώα, αφού τόσο ο άνθρωπος όσο και τα ζώα έχουν ζωή, έχουν ψυχήν ζωής ή ψυχήν ζώσαν». Μια μορφή συνέχειας ειναι ακόμη η ειρηνική συμβίωση μεταξύ ζώων και μεταξύ ζώων και ανθρώπων.
           Ενώ όμως ως εικόνα του Θεού ο άνθρωπος φαίνεται να διατελεί σε μια συνέχεια με το                          
           Θεό και να έχει τη δυνατότητα της αθανασίας, με την παρακοή και το φάγωμα του
           καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του πονηρού εξορίζεται του 
          παραδείσου. ΄Ετσι η ουσιαστικότερη συνέχεια του ανθρώπου με το Θεό, που ήταν η     
          αθανασία, τίθεται υπό την αίρεση του ιδίου του ανθρώπου.

          Ως εδώ ο άνθρωπος διατελεί σε μια διαφορετική συνέχεια με το Θεό και με τη φύση
          (το φυσικό και ζωικό βασίλειο) «φύσις, άνθρωπος και Θεός ως τρεις διαφορετικές
           οντολογικές περιοχές», διατελούν σε μια ενότητα, την ενότητά της μέσα στον κόλπο  
           της θεότητας ως της μείζονος και ύψιστης περιοχής του Όντος. Μέσα στον κόλπο της
           θεότητας ζει ο άνθρωπος την παραδεισιακή, την ατελεύτητη ευδαιμονία, ως
           κατάσταση πριν τη γνώση του καλού και του κακού, Πέραν του καλού και του κακού,
           Πέραν του τώρα, του πριν και του κατόπιν, πέραν δηλ. του χρόνου. Πριν από τη γνώση
           του καλού και του κακού, που δείχνει χωρισμό, πριν από την αίσθηση του χρόνου, που
          επίσης είναι χωρισμός, ο άνθρωπος διατελεί σε μια συνέχεια όχι μόνο με τα άλλα όντα
          —αυτή είναι η οντολογική συνέχεια— αλλά και με τον εαυτό του που δεν διχάζεται,
           δεν χωρίζεται σε καλό και κακόν εαυτό, που δεν χωρίζεται στο χθεσινό και σε  
          σημερινό εαυτόν.  Η υπέρβαση, η απωλεσθείσα αθανασία,  έρχεται στο χριστιανισμό
          με την είσοδο του Ιησού στην ιστορία και με την εκ νεκρών ανάστασή του που
          προοιωνίζεται και την ανθρώπινη αθανασία (ούτω και ημείς λογίζεσθε εαυτούς νεκρούς μεν είναι
            τη αμαρτία, ζώντας δε τω θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, λέει ο Παύλος ή Χριστός ανέστη εκ
            νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.) 
            Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤΑ τους ΕΛΛΗΝΕΣ
           Κατά Ησίοδο ο Ηφαιστος πλάθει με χώμα και  με νερό την Πανδώρα, την πρώτη
           γυναίκα, που στολίζουν με κάθε καλό οι θεές. Ο  Ερμής της φυτεύει στα στήθη το ψέμα
           και τα πλάνα λόγια. Μέσα στο κουτί της  περιείχε όλα τα πάθη των ανθρώπων. 
          Κατά Πρωταγόρα, οι θεοί έπλασαν τα ζώα από γη και φωτιά.
           Ο Επιμηθέας κάνει τη διανομή των δυνάμεων του καθενός, αλλά αφήνει τον άνθρωπο  
          χωρίς δυνάμεις, γι’ αυτό ο Προμηθέας έκλεψε από τον Ήφαιστο
           και την Αθηνά την έντεχνη σοφία και τη φωτιά και τη χάρισε στους ανθρώπους.
           Προμηθέας και Πανδώρα γεννούν το Δευκαλίωνα και την Πύρρα, τους γενάρχες των
           ανθρώπων και ειδικά των Ελλήνων. Δευκαλίων και Πύρρα ενθυμίζουν τις
           μετακατακλυσμιαίες ανθρωπογονίες . Ο Δίας αποφασίζει να εξαφανίσει με
           κατακλυσμό τους ανθρώπους. Ο Προμηθέας συμβουλεύει το Δευκαλίωνα και την
           Πύρρα να ετοιμάσουν λάρνακα και να κλειστούν μέσα με όλα τα απαραίτητα. Η
           λάρναξ προσάραξε στον Παρνασσό κι όταν τα νερά αποτραβήχτηκαν ο Δευκαλίων
           και η Πύρρα παίρνουν πέτρες από τη γη, τις ρίχνουν πίσω τους και γεννιούνται έτσι
           οι νέοι άνδρες και γυναίκες. Λας= πέτρα, εξ ου και λαός. Κατά το Πλατωνικό
           Συμπόσιο το ανθρώπινο γένος στην αρχή διακρινόταν σε τρία φύλα, αρσενικό, θηλυκό
           και μεικτό. Το κάθε σώμα ήταν σφαιρικό και είχε διπλές σειρές από μέλη και όργανα.
            Επειδή οι θεοί ήθελαν να περιορίσουν τη δύναμη και αλαζονεία του, έκοψαν το κάθε
            σώμα στα δυο, και έτσι το κάθε μισό επιθυμεί να επανασυνδεθεί με το άλλο. (Η
            εξήγηση του έρωτα ως επανασύνδεσης, «ενότητα- χωρισμός- υπέρβαση».)

           












(δ) Η υπέρβαση στη Θεογονία του Ησιόδου ως εκλογίκευση και πνευματοποίηση της θεότητας.
Την πρόοδο του ανθρωπίνου πνεύματος και την εξέλιξη προς το καλύτερο μπορούμε να παρατηρήσουμε και στο μύθο, ιδιαίτερα τις συλλήψεις της έννοιας του θεού από τους ανθρώπους. Ο Ησίοδος είναι όχι μόνο μυθολόγος —ποιητής αλλά και ο «ιστορικός» του θείου και του ανθρώπινου γένους. Στη Θεογονία βλέπουμε την ιστορία της Θεότητας ως τη γένεση και ανέλιξη των θεών και θεαινών μέσα από τις τρεις γενεές, όπως και στο «‘Εργα και Ημέραι» βλέπουμε την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από την παρακμή των πέντε ανθρωπίνων γενών.
Η ιστορία της ανθρωπότητας ακολουθεί, κατά τον Ησίοδο, πτωτική πορεία, σε αντίθεση προς την ιστορία της Θεότητας, στην οποία παρατηρείται ανέλιξη και πρόοδος ως υπέρβαση της αυθαιρεσίας της βίας και ως εγκαθίδρυση της τάξεως του νόμου και της «δίκης».
Η θεότητα κατά τον Ησίοδο εξελίσσεται από τις τερατώδεις μορφές της αυθαίρετης βίας στις μορφές των Θεών του Ολύμπου. Ο Ησίοδος ζει την εποχή που αρχίζει η ιστορία και η φιλοσοφία, άρα η κριτική στάση απέναντι στα γιγνόμενα. Και ο Ησίοδος λοιπόν παίρνει κριτική στάση απέναντι στα όσα παρέλαβε από τη μυθολογία αλλά και είχε αναπτυγμένη ηθική και κοινωνική συνείδηση που φαίνονται δυνατά στο έργο του «΄Εργα και Ημέραι», όπου εκθειάζει την αξία της εργασίας, σε αντίθεση προς την ηθική της αριστοκρατίας της εποχής του, με την αθλητική-στρατιωτική ενασχόληση και με τη στρατιωτική αρετή ως την ύψιστη αξία. Ο Ησίοδος μας παρουσιάζει την άλλη κοινωνική τάξη, τον κόσμο των φτωχών γεωργών με τη σκληρή γεωργική εργασία, που για τους αριστοκράτες ήταν «βάναυση» ενασχόληση. Η στρατιωτική αρετή των ευγενών ήταν σύγκρουση, επιβολή και βία, που κατέληγαν στην αδικία κατά των αδυνάτων. Αυτή η ηθική και κοινωνική συνείδηση του Ησιόδου λειτουργεί όχι μόνο στο ‘Εργα και Ημέραι αλλά και στη Θεογονία, όπου παίρνει χαρακτήρα οντολογικής ή κοσμολογικής ηθικής τάξεως.
Ο Ησίοδος προχωρεί στην εκλογίκευση της θρησκευτικής-μυθικής παράδοσης, γι’ αυτό βλέπουμε στη θεογονία του την (α) ηθικοποίηση της θεότητας και
(β) την επικράτηση του Δία με τη συνεργασία των άλλων θεών, με αποτέλεσμα την εξουσία του νόμου και της δίκης. 
Ο Ησίοδος γράφει για ειρηνική κατανομή της εξουσίας των Θεών με την επικράτηση του Δία, ενώ, όπως φαίνεται, πριν από τον Δία, η εξουσία δεν ήταν θέμα (συμφωνημένης) κατανομής αλλά θέμα βίαιης επιβολής (βλ. Θεογονία 885).
Συγχρόνως με την εγκαθίδρυση της τάξεως του νόμου και της δίκης κατόπιν της ειρηνικής κατανομής της εξουσίας,  αυτή ασκείται δίκαια και αποτελεσματικά. Τα  στοιχεία της συναινετικής κατανομής της εξουσίας και της δίκαιης άσκησής της είναι  στοιχεία ηθικοποίησης της εξουσίας και εκλογίκευσης, σε τελευταία ανάλυση αποτελεσματικότερης οργάνωσης. Έτσι παρατηρούμε εδώ μια υπέρβαση.
Ας στρέψουμε ξανά την προσοχή μας το σχήμα ΣΥΝΕΧΕΙΑ – ΧΩΡΙΣΜΟΣ- ΥΠΕΡΒΑΣΗ , για να δούμε εάν και οι άλλες δυο κατηγορίες, της συνέχειας και του χωρισμού υπόκεινται στη Θεογονια.
Στη Θεογονία έχομε την «ιστορία» της Θεότητας ως γένεση και ανέλιξη των θεών και θεαινών μέσα από τρεις γενεές. Ουρανός και Γη, Κρόνος και Ρέα, Δίας και Ήρα.
 Η εξουσία του Δία και των άλλων Ολυμπίων δεν είναι καρπός αυθαίρετης και βίαιης κατάληψης της εξουσίας, αλλά μελετημένης ενέργειας, που στηρίζεται στη συμβουλή της Γης (Θεογονία 881-885) και στην ενθάρρυνση από άλλους Θεούς. Αυτή η μορφή ενέργειας και πράξεως αποτελεί υπέρβαση της άλογης, ατομικής -εγωιστικής, τυφλής και αυθαίρετης βίας. Η υπέρβαση συνίσταται στο ότι η νέα τάξη των θεών ενεργεί υπερατομικά, συλλογικά και εκδηλώνεται ως λογική δύναμη και εξουσία βάσει του νόμου και της δίκης. Αυτή η υπέρβαση είναι αυθυπέρβαση. Η ίδια η θεότητα, που αρχικά αναδύεται και εκδηλώνεται ως τυφλή και εγωιστική τερατόμορφη δύναμη της αυθαίρετης βίας και της ανομίας, υπερβαίνει το βίαιο εαυτό της δια των επιγόνων της τρίτης γενεάς, των Ολυμπίων. Η τρίτη γενεά επιβάλλεται διά της δυνάμεως που λειτουργεί ως εξουσία του νόμου και της δίκη ς, ως «πνοή του λόγου και της σοφίας», αφού για τους ΄Ελληνες ο νόμος και η δίκη είναι αρετές του λόγου και της σοφίας. Αυτή η υπέρβαση είναι και  οντολογικό γεγονός αλλά και με έντονη την ηθική και λογική χροιά. 
Ένας άλλος χωρισμός που είναι ταυτόχρονα και υπέρβαση είναι η μη ταύτιση των θεών με φυσικές δυνάμεις. Ο Ποσειδών δεν είναι πια η θάλασσα, αλλά ο εξουσιαστής και διαχειριστής της, όπως η Δήμητρα δεν είναι η Γη-μήτηρ, αλλά η θεά που επιβλέπει τη χρήση της γης, τη γεωργία.
Η πνευματοποίηση της Θεότητας, ο μετασχηματισμός των αγρίων υπερφυσικών δυνάμεων, διαφαίνεται στον πνευματικό χαρακτήρα της Θέμιδος και της Μνημοσύνης (Θεογονία 135, 901-905), της Μήτιος και της Ευρυνόμης (ΘεοΥ. 358, 886-900, 907-911) οι οποίες προέρχονται ή κατάγονται από την παλαιότερη γενεά, που μετά την ήττα της στριμώχτηκε στα Τάρταρα. Η παλαιότερη γενεά των Θεών έχει μεν ηττηθεί από το Δία και τους συμμάχους του, αλλά δεν έχουν εξαλειφθεί, εφόσον ως θεοί ήσαν αθάνατοι.

Κατά Ησίοδο πρώτα γεννιέται το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Από το Χάος γεννιέται  το ΄Ερεβος και η Νύχτα και από αυτούς ο Αιθέρας και η Ημέρα. Από τη Γαία ο Ουρανός, Όρη και Πόντος, η Ρέα και ο Κρόνος και άλλοι .2.  Ο Κρόνος παίρνει τη βασιλεία αποκόπτοντας τα του Ουρανού από τα οποία γεννιέται η Αφροδίτη. Επειδή ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του η Ρέα δίνει σπαργανωμένο λίθο στο Δία να φάει και έτσι σώζει το 3.  Δία ο οποίος εκθρονίζει τον Κρόνο και καλεί τους άλλους θεούς εναντίον των Τιτάνων που εγκλείονται στα Τάρταρα.
Ζες δ θεν βασιλες πρώτην λοχον θέτο Μτιν   πλεστα τε δυαν δ θνητν νθρώπων.
λλ τε δ ρ μελλε θεν γλαυκπιν θήνην  τέξεσθαι, τότ πειτα δόλ φρένας ξαπατήσας
α
μυλίοισι λόγοισιν ἑὴν σκάτθετο(εγκάτθετο) νηδν        Γαίης φραδμοσύνσι κα Ορανο στερόεντος.
τ
ς γάρ ο φρασάτην, να μ βασιληίδα τιμν       λλος χοι Δις ντ θεν αειγενετάων.
κ γρ τς εμαρτο περίφρονα τέκνα γενέσθαι·     πρώτην μν κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν   
σον χουσαν πατρ μένος κα πίφρονα βουλήν.    ατρ πειτ ρα παδα θεν βασιλα κα νδρν  μελλεν τέξεσθαι, πέρβιον τορ χοντα· λλ ρα μιν Ζες πρόσθεν ἑὴν σκάτθετο νηδύν,  ς δή ο φράσσαιτο θε γαθόν τε κακόν τε.   (Αθηνά: "τριτογένεια" επειδή άλλαζε 3 φορές το χρόνο ή επειδή όπως ο Δημόκριτος  έγραψε: «Τριτογένεια η Αθηνά…. φρόνησις νομίζεται. Γίγνεται δε εκ του φρονείν τρία ταύτα: βουλεύεσθαι καλώς (ευ λογίζεσθαι), λέγειν αναμαρτήτως (ευ λέγειν) και πράττειν α δει»  = Τριτογένεια λέγεται η Αθηνά…..και θεωρείται ενσάρκωση της φρόνησης.  Η δε φρόνηση εκφράζεται με τρεις (συμπληρωματικές) δυνατότητες: -   Να σκεπτόμαστε σωστά, -   Να διατυπώνουμε τη σκέψη μας άψογα
-   Να πράττουμε αυτά που κρίνονται από τους άλλους σωστά, άρα ευεργετικά
.) Δεύτερον γάγετο λιπαρν Θέμιν, τέκεν ρας,  Ενουμίην τε Δίκην τε κα Ερήνην τεθαλυαν,  α ργ ρεύουσι καταθνητοσι βροτοσι,
Μοίρας θ
, πλείστην τιμν πόρε μητίετα Ζεύς, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε κα τροπον, ατε διδοσι
θνητο
ς νθρώποισιν χειν γαθόν τε κακόν τε.  Τρες δέ ο Ερυνόμη Χάριτας τέκε καλλιπαρους,  κεανο κούρη, πολυήρατον εδος χουσα, γλαΐην τε κα Εφροσύνην Θαλίην τ ρατεινήν· Ατρ Δήμητρος πολυφόρβης ς λέχος λθεν,  τέκε Περσεφόνην λευκώλενον, ν ιδωνες ρπασε ς παρ μητρός· δωκε δ μητίετα Ζεύς.  Μνημοσύνης δ ξατις ράσσατο καλλικόμοιο,     ξ ς ο Μοσαι χρυσάμπυκες ξεγένοντο  ννέα, τσιν δον θαλίαι κα τέρψις οιδς.  Λητ δ πόλλωνα κα ρτεμιν οχέαιραν, μερόεντα γόνον περ πάντων Ορανιώνων, γείνατο, αγιόχοιο Δις φιλότητι μιγεσα.   Λοισθοτάτην δ ρην θαλερν ποιήσατ κοιτιν· δ βην κα ρηα κα Ελείθυιαν τικτε  μιχθεσ ν φιλότητι θεν βασιλι κα νδρν. Ατς δ κ κεφαλς γλαυκώπιδα Τριτογένειαν  δεινν γρεκύδοιμον γέστρατον τρυτώνην   πότνιαν, κέλαδοί τε δον πόλεμοί τε μάχαι τε, ρη δ φαιστον κλυτν ο φιλότητι μιγεσα  γείνατο, κα ζαμένησε κα ρισε παρακοίτ,  κ πάντων τέχνσι κεκασμένον Ορανιώνων.                                                    

 (Γ) Η τραγική ερμηνεία των μύθων.
Για την ερμηνεία των μύθων επιχειρήθηκαν διάφορες προσεγγίσεις. Η αρχαία τραγωδία είναι και αισθητικός μετασχηματισμός του μύθού και ερμηνεία.  
α) Πέρα από τη φροϋδική ερμηνεία προς μια νέα ερμηνεία του μύθου του Οιδίποδα.
Η φροϋδική ερμηνεία του μύθου του Οιδίποδα, με επίκεντρο την έννοια της αιμομιξίας, είναι από τα βασικότερα στηρίγματα της φροϋδικής ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με τη θεωρία της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Freud γύρω στα τρία χρόνια το παιδί έχει συμπληρώσει το στοματικό στάδιο  και το πρωκτικό στάδιο. Η επένδυση των περιοχών αυτών με έντονα αισθήματα έκανε τον Freud να τις ονομάσει ερωτογόνες ζώνες. Η τρίτη ερωτογόνος ζώνη είναι τα γεννητικά όργανα και η έντονη επένδυση τους μετά τα δυόμιση με τρία χρόνια μέχρι τα έξι περίπου χρόνια. Στη φάση αυτή το αγοράκι ή κοριτσάκι νιώθει έντονα πια τις διαφορές των δύο φύλων.. Στο στάδιο αυτό προεξάρχει το ονομαζόμενο οιδιπόδειο σύμπλεγμα , που μπορεί να διακριθεί σε θετικό και αρνητικό. Κατά το θετικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το παιδάκι επιθυμεί τον γονιό του άλλου φύλου και φοβάται την εκδίκηση του γονιού του ίδιου φύλου καθώς αναπτύσσονται και επιθυμίες απομάκρυνσης ή και θανάτου του γονιού αυτού. Κατά το αρνητικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το παιδάκι απογοητευμένο που δεν μπορεί να πετύχει τους στόχους του θετικού οιδιπόδειου, στρέφεται προς τον γονιό του ίδιου φύλου, οπότε και επιθυμεί την εξαφάνιση του γονιού του άλλου φύλου. Οι δυο μορφές του οιδιπόδειου συνυπάρχουν και τα συναισθήματα αγάπης, θυμού και φόβου είναι πολύ έντονα. Το παιδάκι για ν' ανταπεξέλθει στις εσωτερικές του ενορμήσεις δημιουργεί φαντασίες όπου βγαίνει νικητής ή νικήτρια, δημιουργεί φανταστικούς συντρόφους ή ταλαιπωρείται από εφιάλτες με τέρατα και δράκους, που συμβολίζουν τον γονιό που φοβάται. Στην περίοδο αυτή η φαντασία του παιδιού γίνεται προοδευτικά συμβολική, ενώ προηγουμένως ήταν άμεση και φανερή. Η πληθώρα των παιδικών ιστοριών και παραμυθιών, δράκοι, πριγκίπισσες, ήρωες κτλ., θεωρείται ψυχαναλυτικά ότι αντιπροσωπεύει και απευθύνεται ακριβώς στη συμβολική αναπαράσταση των απωθημένων αιμομικτικών, γονεοκτονικών και συναγωνιστικών τάσεων του παιδιού. Φυσικά, η ήρεμη και ισορροπημένη αντιμετώπιση από μέρους των γονιών όλων των εκδηλώσεων αγάπης και ερωτισμού ή θυμού και επιθετικότητας του παιδιού θα επιτρέψει την αρμονική σύζευξη των αισθημάτων αυτών, την πετυχημένη λύση του οιδιπόδειου και τη δημιουργία ενός υπερεγώ, που το χαρακτηρίζει καλοήθεια και σταθερότητα.
Εκτός όμως από αυτή τη θεώρηση μπορούμε να δούμε το μύθο του Οιδίποδα από την άποψη της λύσης του αινίγματος της σφίγγας και της ανάγκης του ανθρώπου για αυτοσυνείδηση. Στην τραγωδία Οιδίπους Τύραννος ο Οιδίπους έχει λύσει το αίνιγμα της σφίγγας. Το αίνιγμα ήταν  «Υπάρχει πάνω στη γη δίποδο και τετράποδο και τρίποδο και μια φωνή μόνο έχει. Κι αλλάζει μόνο αυτό μορφή απ’ όσα ερπετά σέρνονται στη γη και στον αιθέρα και στη θάλασσα. Μα όσο σε περισσότερα πόδια στηρίζεται τόσο η ταχύτητα των γονάτων του εξασθενίζει.»  Κι η λύση «Άκουσε έστω κι αν δεν το θέλεις, κακόφτερη Μούσα των νεκρών, τη φωνή μου που σημαίνει το τέλος σου. Τον ΄Ανθρωπο κατονόμασες, που, όταν ζει στη γη, πρώτα βρέφος σέρνεται στα τέσσερά του, κι όταν γεράσει, παίρνει τρίτο πόδι, το μπαστούνι, καμπουριασμένος, σκυφτός από τα γερατειά.»
Ο Οιδίπους, γιος του Λάιου και της Ιοκάστης, αφού του τρυπήθηκαν τα πόδια, παραδόθηκε σ’ ένα βοσκό, για να εγκαταλειφθεί στον Κιθαιρώνα, γιατί χρησμός του Απόλλωνα έλεγε πως αυτό το παιδί θα σκοτώσει τον πατέρα του. Ο βοσκός έδωσε σε άλλο βοσκό το παιδί. Αυτός με τη σειρά του έδωσε το παιδί στον Πόλυβο και τη Μερόπη, βασιλικό ζευγάρι της Κορίνθου, που το υιοθέτησαν. Κάποτε μαθαίνει ο Οιδίπους πως δεν είναι παιδί των βασιλιάδων της Κορίνθου, γι’ αυτό και ζητεί πληροφορίες από τους Δελφούς. Η Πυθία συμβουλεύει να μην ξαναγυρίσει στην πατρίδα του, γιατί θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα πάρει για γυναίκα τη μάνα του. Έτσι αποφασίζει να μη γυρίσει στην Κόρινθο. Στο τρίστρατο προς τη Βοιωτία συναντά τον Λάιο και τον σκοτώνει. Ένας υπηρέτης- ο κάποτε βοσκός στον οποίο δόθηκε βρέφος από την Ιοκάστη- σώθηκε και πήρε το μαντάτο στη Θήβα. Ο Οιδίπους στη Θήβα λύει το πρόβλημα της σφίγγας, σώζει την πόλη και παίρνει τη χήρα Ιοκάστη γυναίκα του, βασιλιάς τώρα των Θηβών. Οιδίπους και Ιοκάστη κάνουν τέσσερα παιδιά( Ετεοκλής, Πολυνείκης, Αντιγόνη, Ισμήνη). Συμφορά πλήττει την πόλη, ο χρησμός λέει να απαλλαγεί η πόλη από τον ανόσιο. Ο Οιδίπους θέλει να μάθει ποιος είναι αυτός και στο τέλος αποκαλύπτεται πως είναι ο ίδιος.
Οιδίπους: Να πετύχω τέτοια σημάδια εγώ και δε θενα βρω ποια είναι η γενιά μου;
Ιοκάστη:  Δυστυχισμένε, είθε ποτέ ποιος είσαι να μη μάθεις.
Χορός (στο τέλος): Βλέπεις, ω λαέ της Θήβας, τον Οιδίποδά σου, αυτόν που ήξερε τα ξακουσμένα εκείνα αινίγματα να λύει, που ήταν πρώτος μες στους πρώτους, που την τύχη του και ποιος δεν εζήλευε να βλέπει μες στην πολιτεία αυτή, σε τι σίφουνα έχει πέσει της πιο μαύρης συμφοράς; Κι έτσι εκείνη καρτερώντας την ημέρα τη στερνή, μη βιαστείς να μακαρίσεις θνητό άνθρωπο, πριχού της ζωής διαβεί το τέρμα δίχως να γευτεί κακό.

Σ’ ένα μύθο μπορούμε να αναγνωρίσουμε  στρώματα: το βιολογικό, το ψυχοκοινωνικό, το ιστορικό και το πνευματικό. Στο μύθο του Οιδίποδα βρίσκομε το βιολογικό στρώμα της αιμομιξίας και συγχρόνως το πνευματικό στρώμα της λύσεως δύσκολου αινίγματος. Ο Φρόυντ μένει στο βιολογικό στρώμα, στο μοτίβο δηλ. της αιμομιξίας, και αγνοεί το πνευματικό στρώμα, το μοτίβο δηλ. της λύσης του αινίγματος, που οδηγεί στην αυτοσυνείδηση και αυτογνωσία. Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε το μύθο τούτο σαν την περιπέτεια του ανθρώπου στην αναζήτηση της γνώσεως, και συγκεκριμένα της γνώσεως που φτάνει στην αυτοσυνείδηση και στην αυτογνωσία. Η απάντηση στο αίνιγμα της σφίγγας ότι το ον, που περιγράφεται εκεί είναι ο άνθρωπος. Επομένως η λύση του αινίγματος σημαίνει την ανύψωση του ανθρώπου στην αυτοσυνείδηση-αυτογνωσία.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Ο Οιδίπους σε βρεφική ηλικία εκβάλλεται από τον πατέρα του από το πατρικό σπίτι και απομακρύνεται από την οικογένειά του. Η οικογένεια και το πατρικό σπίτι μπορεί να συμβολίζουν την πρωταρχική, την προοντολογική συνέχεια και ενότητα, τη βαθμίδα δηλ. εκείνη στην οποία οι άνθρωποι ως νήπια ζουν σε μια αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια. 
Από την προοντολογική συνέχεια, αναδύεται ο άνθρωπος και ξεχωρίζει-διακρίνεται από τα άλλα όντα. Λαμβάνοντας απόσταση ο άνθρωπος από τα άλλα όντα, τα κάμνει αντικείμενα και τα γνωρίζει. Είναι η γνώση αυτή η πρώτη βαθμίδα γνώσεως και συνειδήσεως, ως γνώση και συνείδηση του ετέρου ή ως ευθεία αναφορά στο έτερο.
Ο χωρισμός του Οιδίποδα από το πατρικό σπίτι μπορεί να σημαίνει την έναρξη αυτής της βαθμίδας γνώσεως και συνειδήσεως. Το οίδημα των ποδών ίσως να συμβολίζει το γεγονός ότι μια και ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από την προοντολογική συνέχεια, από την πρωταρχική ενότητα, δεν είναι εύκολο να επιστρέψει σ’ αυτήν.
H δεύτερη βαθμίδα αναφοράς είναι η αυτογνωσία, που θεωρείται ως το πιο ψηλό σημείο, στο οποίο μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Αυτό το σημείο συμβολίζεται με τη βασιλεία. Η αυτοσυνείδηση-αυτογνωσία όμως δεν περιορίζεται στη συλλογική ταυτότητα του ανθρώπινου είδους, αλλ’ επεκτείνεται στην ανα-γνώριση της ατομικής ταυτότητας του Οιδίποδα, ως τέκνου και αντρός της Ιοκάστης. Η όλη περιπέτεια καταλήγει στην απώλεια της οράσεως. 
(8) Ουσιώδη σημεία του τραγικού. Οιδίπους και Προμηθέας.
Στα σημεία πιο πάνω βρίσκονται ουσιώδη σημεία του τραγικού: ο άνθρωπος «πίπτει», όταν βρίσκεται στο ύψιστο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει: «πίπτει» όταν είναι βασιλιάς, όπως ο Οιδίπους, «πίπτει» όταν φτάνει νικητής στο τέρμα ενός μακρού αγώνα, όπως ο Αγαμέμνων. Επίσης:
(α) Η ανα-γνώριση της ατομικής ταυτότητας του Οιδίποδα και η συνακόλουθη βίωση της πτώσης σημαίνουν μια περαιτέρω γνώση και συναίσθηση της οδυνηρότατης αυτοσυνείδησης-αυτογνωσίας. Αυτή η περαιτέρω αυτοσυνείδηση είναι οδυνηρότατη, διότι σημαίνει γνώση εκ μέρους του Οιδίποδα ή του ανθρώπου γενικότερα του ύψους στο οποίο έφτασε και της αβυσσαλέας πτώσεως που υφίσταται, ακριβώς επειδή έφτασε σ’ αυτό το ύψος. Αυτή η πτώση είναι ακριβώς περι-πέτεια στην πλήρη σημασία του όρου. ... στι δ περιπέτεια μν ες τ ναντίον τν πραττομένων μεταβολ καθάπερ ... τς πράξεως ερημένη στίν: γρ τοιαύτη ναγνώρισις κα περιπέτεια λεον ξει φόβον
(β) Η περιπέτεια αυτή είναι ένας κύκλος, μια επιστροφή του ανθρώπου. Φτάνοντας ο άνθρωπος στο ύψιστο σημείο αυτοσυνείδησης-αυτογνωσίας ως εάν να διέπραξε «αμαρτίαν μεγάλην», ως εάν να είναι ένοχος, τιμωρείται επιστρέφοντας στον πρωταρχικό κόλπο, στην πρώτη ενότητα, στην προοντολογική συνέχεια, από την οποία αποχωρίστηκε και απομακρύνθηκε.
Τούτο θυμίζει τον κύκλο γενέσεως των όντων κατά τον Αναξίμανδρο: τα όντα, αφού χωρισθούν και αποσπασθούν από τον πρωταρχικό κόλπο του απείρου, παίρνοντας χωριστή υπόσταση, τιμωρούνται επιστρέφοντας στο άπειρο. Η επιστροφή αυτή συμβολίζεται στο μύθο του Οιδίποδα με την αιμομιξία. Η αιμομιξία είναι το σύμβολο του γυρισμού στο σκοτάδι της επανένωσης και  επιστροφής στην προοντολογική συνέχεια και ενότητα, πράγμα που γίνεται με την απώλεια της οράσεως. Ο γάμος δηλ. του Οιδίποδα με τη μητέρα του σημαίνει επάνοδο του ανθρώπου στο μητρικό κόλπο του απείρου από τον οποίο χωρίστηκε.
 Έτσι το τραγικό είναι η πιο βαθιά συναίσθηση και βίωση των έσχατων ορίων της υποστάσεώς μας μέσα από την κατάσταση του πόνου. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι αυτή η οδυνηρότατη συναίσθηση φέρεται πάνω σ’ ένα πνεύμα αγωνιστικότητας και αξιοπρέπειας. Τα λόγια του Σειληνού προς το Μίδα «δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, α υμί άρειον μη γνώναι;» εκφράζουν το πνεύμα της τραγωδίας, σαν θέλησης του ανθρώπου να αποκτήσει αυτοσυνείδηση εις πείσμα του πόνου και μέσα από τον πόνο. Κυνηγούσε, λέει η αφήγηση, ο βασιλιάς Μίδας αγρίμια στα όρη της Μακεδονίας. Εκεί, αποσταμένος, έγειρε στη ρίζα ενός δρυ να συνεφέρει. Τότες ήταν που είδε δίπλα του το Σιληνό να κοιμάται. Έχω την ευκαιρία, συλλογίστηκε ο ξύπνιος βασιλιάς. Και πιάνει το δαίμονα, και τον δένει με το σκοινί, να μη φύγει. Λέει: —  Εγώ θα σ’ απολύσω, αλλά πρώτα να μου ειπείς. —  Πες το μου, να στο ειπώ, κι απέ να μ’ αφήσεις να φύγω, του λέει ο αρχισάτυρος. Κι ούτε χρειαζόταν να με δέσεις, για να σου ειπώ. —  Εξήγα μου, λοιπόν. Εσύ που κρέμεσαι ανάμεσα ουρανού και γης, και γνωρίζεις πράγματα που δεν τα φτάνει ανθρώπου νους. Ε­ξήγα μου, γιατί χρόνους τώρα τυραννιέμαι. Ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό; Ο Σιληνός αλαφιάστηκε. Τον συνεπήρε το ξάφνιασμα, ιδιοτρόπησε, κοίταξε πέρα. —  Λύσε με να πηγαίνω, του λέει, και τράβα στο καλό σου. Ρωτάς πράγματα που δεν απαντιούνται. Ο Μίδας στάθηκε. —  Κι αν δε μου αποκριθείς, του λέει, σ’ αυτό που σ’ ερωτώ, δεν έχεις λευτεριά. Εδώ στο δέντρο θα μείνεις δεντρωμένος. Όσο να σε λύσει ο λιμός, και να σε κατελύσει ο λύκος. Θύμωσε τότε ο δαίμονας. Τίναξε βίαια τα χέρια του ψηλά, πέσανε τα δεσμά. Έστρεψε και κοίταξε τον άνθρωπο βλοσυρά, κι όλα τα γύρω μυρίσανε θειάφι. Το θείο συνεπήρε τον τόπο. Ο Μίδας, του πάρθηκε η μιλιά, κι έπεσε κατά γης. Και τότε ο Σιληνός, ο κορυφαίος στα όργια και ο σύντροφος του Διονύσου, τον επιτίμησε: - «Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με  βιάζεσθε λέγειν, ά υμίν άρειον μη γνώναι;» μ’ ερωτάς, συνεχίζει, «τί εστι το βέλτιστον τοις ανθρώποις, και τί τών πάντων αιρετώτατον»· μάθε το λοιπόν: «μετ’ αγνοίας των οικείων κακών αλυπότατος ο βίος. Άριστον γαρ πάσι και πάσαις το μη γενέσθαι. Δεύτερον δε το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα» [Πλουτάρχου, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 115 d].
Ο μύθος του Προμηθέα, όπως τον γνωρίζουμε από την τραγωδία του Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης», εκφράζει τη γένεση του ανθρώπου σε άνθρωπο. Ως γνωστόν,  ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ από το Δία και το έδωσε στους ανθρώπους. Συγχρόνως  τους δίδαξε την αριθμητική, το λογισμό και τις τέχνες και τους ύψωσε πάνω από το επίπεδο της ζωής των σπηλαίων. Με τη βοήθεια του Προμηθέα ο άνθρωπος υπερβαίνει το επίπεδο του ζώου και γίνεται άνθρωπος. Αυτή η υπέρβαση όμως τιμωρείται στο πρόσωπο του αυτουργού Προμηθέα —όπως τιμωρείται και η υπέρβαση του Οιδίποδα— σαν ανύψωση του ανθρώπου στη γνώση, στη συνείδηση, στην αυτοσυνείδηση και στην αυτογνωσία.
Και στις δυο τραγωδίες η υπέρβαση είναι ύβρις. Είναι ύβρις διότι ο άνθρωπος αίρεται πάνω από την προοντολογική συνέχεια.
Την ύβρι συναντούμε σε δυο επίπεδα: (α) στην ανύψωση του ανθρώπου πάνω από τα άλλα όντα, όταν ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση και διάνοια και γλώσσα ή καλύτερα όταν ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση των πραγμάτων, τα φέρει απέναντί του, τα συσχετίζει και τα κάμνει αντικείμενα εκφράζοντάς τα στη γλώσσα.
(β) στην αυτο- συνείδηση, στην αυτογνωσία. Με αυτή την υπέρβαση, με αυτή την ύβριν βρισκόμαστε στον πυρήνα του τραγικού. Και ο Οιδίποδας και ο Προμηθέας τιμωρούνται. Η τιμωρία είναι μια επιστροφή στην ανωνυμία και σιωπή της προοντολογικής συνέχειας. Ο άνθρωπος σύμφωνα με την αντίληψη που εκφράζεται δραματικά πλαστικά-μυθικά στους δυο μύθους, είναι μια φωτεινή στιγμή, που εκπηδά από το άπειρο για να δύσει πάλιν στο άπειρο. Η φωτεινή στιγμή είναι η συνείδηση και η αυτοσυνείδηση, ο λόγος ως διάνοια και γλώσσα που υπερβαίνουν την ανωνυμία και τη σιωπή του απείρου. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο και γνωρίζει και τα όριά του, τα ανθρώπινα όρια, τα οποία είναι το άπειρο. Τα όρια αυτά του ανθρώπου είναι από τη μια η γένεση του ως ανάδυση από το άπειρο και η ανάπτυξη και παρουσία του ως σύνθετη μορφή βιολογικής ζωής και πνεύματος και από την άλλη το τέρμα και η διάλυση αυτής της μορφής και η επιστροφή στην αμορφία του απείρου. Αυτή είναι η ουσία του ανθρώπου, όπως τον συνέλαβαν οι αρχαίοι Ελληνες. Η σύλληψη αυτή είναι η τραγική. Ο άνθρωπος υπερβαίνει το σκοτάδι, τη σιωπή και την ανωνυμία του απείρου, υπερβαίνει την προοντολογική συνέχεια, σπάζει την οντολογική σιωπή και την αοριστία του απείρου και την υπερβαίνει, αποδύεται στην περιπέτεια της γνώσεως, της συνειδήσεως και της αυτοσυνειδησίας και πληρώνει με την ίδιά του την υπόσταση το τίμημα της «μεγάλης αμαρτίας» επιστρέφοντας πίσω στο άπειρο. Αυτή την τραγική για τον άνθρωπο αντίληψη βρίσκουμε όχι μόνο στην τραγωδία, το λαμπρότερο, ίσως, δημιούργημα του Ελληνισμού, αλλά και στη φιλοσοφία, όπως π.χ. στον Αναξίμανδρο.
Την εικόνα αυτή του τραγικού ανθρώπου πρέπει να την συμπληρώσουμε με το γνώρισμα του υπερήφανου αγωνιστή. Μέσα στη φωτεινή στιγμή της συνειδήσεως και της αυτοσυνειδησίας ο άνθρωπος στην ελληνική τραγωδία εκλέγει, αποφασίζει και αγωνίζεται. (α) ή να αντιμετωπίσει μαχόμενος τις αντιξοότητες, κοσμολογικές, υποστασιακές και έτσι ή να ζήσει, ή να πεθάνει ευγενώς, ή (β) να υπεκφύγει.
Ο άνθρωπος, σύμφωνα μ’ αυτά, είναι τραγικός και ως γένος (ή ως είδος) και ως άτομο. Η αρχαία τραγωδία, έφερε στο φως τα βαθύτερα βιώματα και νοήματα, οντολογικά ή κοσμολογικά, υποστασιακά και ανθρωπολογικά σαν την αλήθεια που κρύβει ο μύθος. Με παραστατικό και δραματικό τρόπο «ιστόρησε» ο μύθος οντολογικά-κοσμολογικά-υποστασιακά-ανθρωπολογικά γεγονότα που συνέβησαν «τω καιρώ εκείνω» (illo tempore), τότε που ο άνθρωπος αναδυόμενος από το άπειρο διάβαζε συλλαβιστά το βιβλίο του κόσμου και της ζωής και τη θέση του στον κόσμο και απετύπωνε σε ζωγραφιές, σε εγχάρακτες παραστάσεις και λεξικές εκφράσεις τα πρωταρχικά γεγονότα, τα νοήματα και τα βιώματα, που συγκλόνιζαν και σχημάτιζαν και μετασχημάτιζαν την ψυχή του, τη ζωή και τον κόσμο.