Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Πλάτωνος Φαίδων (Περί Ψυχής)


Στέλιος Παπαντωνίου

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ 


 Στο Φαίδωνα ο Πλάτων παρουσιάζει τις τελευταίες ώρες του Σωκράτη στη φυλακή. Ο Εχεκράτης συναντά το Φαίδωνα που παρευρισκόταν στη φυλακή κατά τις τελευταίες ώρες του φιλοσόφου και τον παρακαλεί να του τις περιγράψει. Ο θάνατος του Σ. συνδυάζεται με την επάνοδο του ιερού πλοίου των Αθηναίων από την Κρήτη. Τις τελευταίες του στιγμές ήταν ευτυχισμένος και ατρόμητος.
Ο Σωκράτης παρατηρεί ότι το αίσθημα του πόνου που είχε δεμένος το ακολουθεί η ικανοποίηση τώρα που του αφαίρεσαν τα δεσμά. Είναι μαζί του η οικογένεια και οι φίλοι του με ανάμεικτα συναισθήματα.  
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο σώφρων πρέπει να χαίρεται γιατί πεθαίνει αλλά δεν επιτρέπεται να αυτοκτονεί, αφού σ’ αυτή τη γη βρίσκεται υπό την προστασία των θεών. Ελπίζει ότι με το θάνατό του θα φθάσει σε θεούς αγαθούς. Θάνατος =απαλλαγή της ψυχής από το σώμα.        Οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι.    Τούτο σημαίνει ότι κατά τη μελέτη των όντων ο φιλόσοφος δεν πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στις αισθήσεις αλλά μόνο στο λόγο. Με το θάνατο η ψυχή αποδεσμεύεται από τα γήινα, γνωρίζει τον πραγματικό κόσμο των ιδεών και τον εαυτό της. Απαιτείται άρα κάθαρση και προετοιμασία.
1. Αντίρρηση Κέβητος  Μήπως η ψυχή δεν συνεχίζει να ζει μετά θάνατον;
1. Η πρώτη απόδειξη της αθανασίας της ψυχής είναι κατά Σωκράτη το ότι τα αντίθετα γεννώνται από τα αντίθετα, η ζωή από το θάνατο και ο θάνατος από τη ζωή, όπως λέχθηκε προηγουμένως με τον πόνο και την ικανοποίηση..
2. Η δεύτερη απόδειξη είναι η ανάμνηση. Ο Σωκράτης ξεκινά από το συνειρμό. Από μια κιθάρα φέρνουμε στο νου τον κιθαρωδό. Από το αισθητό μεταβαίνουμε σε εικόνα νοητή. Η γνώση είναι ανάμνηση, άρα η ψυχή προϋπήρχε, γνώρισε τις ιδέες και τώρα στη γη τις θυμάται.
3. Άλλη αντίρρηση: Μήπως η ψυχή διασκορπίζεται με το θάνατο; Κατά Σωκράτη το μεν σώμα είναι σύνθετο και μετά θάνατο διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη αλλά η ψυχή είναι απλή, άρα δεν διαλύεται. Τα σωματικά μεταβάλλονται, τα άυλα μένουν αναλλοίωτα. Η ψυχή όντας με το σώμα, το κυβερνά.
-Άρα η ψυχή είναι όμοιο με το θεϊκό και το σώμα όμοιο με το θνητό. Η ψυχή μετά θάνατον πηγαίνει όπου θέλει ο θεός.
-Εάν είναι καθαρή  και δεν κουβαλά τίποτε σωματικό, μένει στον εαυτό της, γνωρίζει τον εαυτό της και τις αιώνιες και αναλλοίωτες ιδέες, ευτυχισμένη.  Αν όμως είναι ακάθαρτη,  προσηλωμένη στο σώμα και πιστεύει πως μόνα τα σωματικά είναι αληθινά, τότε δεν ξεκολλά από τα γήινα και περιφέρεται στα μνήματα.  Οι φιλοσοφούντες είναι ευτυχισμένοι και στη ζωή, γιατί καταλαβαίνουν ότι οι αισθήσεις και τα συναισθήματα  τους ξεγελούν, είναι ευτυχισμένοι  και στο θάνατο, γιατί συνυπάρχουν με τις ιδέες και τους θεούς συνεχίζοντας την πορεία της γνώσης.
4. Ο Σιμμίας παρομοιάζει το  σώμα με λύρα και την ψυχή με αρμονία. Η λύρα  και οι χορδές είναι το σωματικό και θνητό Η αρμονία είναι το αόρατο και θεϊκό. Αν πάθει κάτι η λύρα, το σωματικό, η αρμονία χάνεται. Άρα το σώμα ίσως πιο μακρόβιο της ψυχής.
5. Ο Κέβης δηλώνει πως αποδείχτηκε αρκετά καλά πως η ψυχή προϋπάρχει, σύμφωνα με τη θεωρία της ανάμνησης και την αποδοχή της γενέσεως των αντιθέτων από τα αντίθετα. Δεν συμφωνήσαμε όμως στην αιωνιότητά της. Ο Κέβης χρησιμοποιεί μια εικόνα, ενός υφαντή (ψυχή), που ύφανε πολλά ιμάτια (σώμα) και στο τέλος πέθανε κι αυτός. Έτσι κι η ψυχή, αφού έλιωσε πολλά σώματα, φθείρεται και χάνεται κι αυτή. Αν είναι έτσι, αυτός που έχει το τελευταίο σώμα, (μετενσάρκωση- μετεμψύχωση) φοβάται μήπως η ψυχή του χαθεί μια για πάντα.
6.Ακολουθεί σύγχυση. Ο Σωκράτης λέει πως πρέπει να σεβόμαστε το λόγο, γιατί μπορεί να φταιν οι διαλεγόμενοι.
7. Εξετάζει πρώτα την αρμονία. Αν ήταν πρώτα η λύρα, τα σωματικά, ο Σιμμίας αντιφάσκει δεχόμενος ότι η ψυχή προϋπάρχει του σώματος και μάλιστα αφού  αποδέχεται την ανάμνηση. Αν η ψυχή ήταν αρμονία των σωματικών, θα ακολουθούσε το σώμα και δεν θα το καθοδηγούσε. Ο Σιμμίας αποδέχεται ως ορθές τις παρατηρήσεις του Σωκράτη.
8. Ας πάρουμε τώρα τον Κέβη. Εδώ ο Σωκράτης απαντά με την προσωπική του εμπειρία στα της φιλοσοφίας. Ενθουσιασμένος από τους φυσικούς φιλοσόφους και τον Αναξαγόρα που μιλούσε για το νου που διακοσμεί τα πάντα, πίστεψε πως ήταν σωστή η θεωρία του, και πως αν είναι έτσι, τότε ο νους θα βάζει κάθε τι στη θέση που είναι καλύτερο γι’ αυτό. Ο Αναξαγόρας όμως τον απογοήτευσε, γιατί χρησιμοποιούσε άλλες αιτίες, μηχανικές. Για παράδειγμα, ο Σωκράτης δεν μένει στη φυλακή επειδή τα οστά του και τα νεύρα του λειτουργούν κατά τον α ή β τρόπο, αλλά γιατί το θεωρεί σωστό να υποστεί την τιμωρία που του επέβαλε η πόλη. Το πραγματικό αίτιο άρα είναι άλλο από το φαινομενικό. Κι επειδή στερήθηκε από μια τέτοια γνώση  
9. κάμνει τον δεύτερο πλου. Σταμάτησε να βλέπει τα πράγματα με τις αισθήσεις και κατέφυγε στους λόγους, εκεί να εξετάζει την αλήθεια των όντων. Ακολουθεί η διάκριση πραγμάτων- ιδεών. Έστω ότι υπάρχει κάτι καλό αυτό καθ’ αυτό και αγαθό και μέγα και όλα τα άλλα.
10. Όταν λέμε ότι κάτι είναι ωραίο, αυτό μετέχει της ΙΔΕΑΣ του ωραίου. Πρέπει όμως να διακρίνουμε την ιδέα από τα πράγματα. Η ιδέα είναι καθεαυτήν, δεν είναι αντίθετη με τον εαυτό της. Τα πράγματα μπορεί να προέρχονται από τα αντίθετά τους. Η ψυχή, φέρνει στα σώματα τη ζωή άρα δεν δέχεται το αντίθετό της, το θάνατο.
Η ΨΥΧΗ ΖΩΟΠΟΙΕΙ, ΑΡΑ ΖΩΗ, ΑΡΑ ΑΘΑΝΑΤΗ, ΑΝΩΛΕΘΡΗ, ΑΙΩΝΙΑ όπως ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΤΛ
11. Αν είναι αθάνατη η ψυχή, χρειάζεται τη φροντίδα μας όχι μόνο για τον χρόνο που διαρκεί ό,τι αποκαλούμε «ζω», αλλά για το σύνολο του χρόνου, γιατί από δω και πέρα ο κίνδυνος θα ήταν φοβερός να αμελήσει κάποιος  την ψυχή. Αν βέβαια ο θάνατος  ήταν απαλλαγή από τα πάντα,  θα αποτελούσε ανέλπιστο  δώρο για τους κακούς. Η ψυχή έρχεται στον Άδη χωρίς να έχει μαζί της τίποτε άλλο πέρα από την παιδεία και την ανατροφή της.
12. Και καταπώς λέγεται, μόλις πεθάνει κάθε άνθρωπος,  ο δαίμων του καθενός, τον μεταφέρει. Η ψυχή με ευπρέπεια και φρόνηση  ακολουθεί υπάκουα. Η παθιασμένη με το σώμα ακολουθεί με καταναγκασμό και με δυσκολία. Η ακάθαρτη ψυχή –εγκληματία- περιπλανιέται και δεν ξέρει  πού να πάει. Η αγνή και μετρημένη, με συνταξιδιώτες και οδηγούς τους θεούς, κατοικεί στον τόπο που της ταιριάζει.
 Ο Σωκράτης ακολούθως περιγράφει α. τον ουρανό, το αληθινό φως, β, τη γη με τις ομορφιές της, και το σύμπαν, όπως θα το έβλεπε από ψηλά, γ.τον κάτω κόσμο, τους ποταμούς που οδηγούν σ’ αυτόν κλπ. (τρεις σφαίρες, η μια μέσα στην άλλη) Εδώ στη γη τα πάντα είναι κατεστραμμένα, ενώ ο άνω κόσμος που περιγράφει είναι τέλειος. Όταν φτάνουν  οι πεθαμένοι στον τόπο που φέρνει  ο δαίμων  τον καθένα, πρώτα απ’ όλα περνούν από δίκη.  Όσοι κριθούν  ότι έχουν ζήσει μετρημένα, εξαγνίζονται και, πληρώνοντας τις τιμωρίες, απαλλάσσονται από τα αδικήματα,ή ανταμείβονται  με τιμές για τις καλές τους πράξεις. Όσων η κατάσταση κριθεί ανίατη, ρίχνονται στον Τάρταρο κτλ. όσοι εξαγνίστηκαν με τη φιλοσοφία ζουν τελείως  χωρίς σώματα  τον υπόλοιπο χρόνο και φτάνουν σε τόπους διαμονής ακόμα πιο ωραίους. Σε τούτη τη ζωή καλεί ο Σωκράτης τους μαθητές του να μετέχουν  στην αρετή και τη φρόνηση, γιατί ωραίο είναι το έπαθλο κι η ελπίδα μεγάλη.
 Έργο των αθρώπων η επιμέλεια των εαυτών των.


ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής)
Ο Φαίδων είναι επικός διάλογος, έμμεσος, δηλαδή δεν παρουσιάζονται στα μάτια των αναγνωστών τα γιγνόμενα αλλά ο Φαίδων τα αφηγείται στον Εχεκράτη στη Φλιούντα της Πελοποννήσου. Υπάρχει άρα απόσταση χώρου και χρόνου από το γεγονός, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, όπου  δεν παρουσιάζονται σκηνές θανάτου ή φόνου.
Με τη μετάθεση του διαλόγου στη Φλιούντα αντιλαμβανόμαστε πως πολλοί  ήθελαν να πληροφορηθούν για τις τελευταίες στιγμές του δασκάλου. Χρειαζόταν λοιπόν ένας καλός αφηγητής και γνώστης της φιλοσοφίας, κι αυτός ήταν ο Φαίδων, από λαμπρή οικογένεια της ΄Ηλιδας. Ο Φαίδων συνελήφθη αιχμάλωτος, πουλήθηκε στην Αθήνα, γνώρισε το Σωκράτη, που έπεισε ίσως τον Κρίτωνα να τον αγοράσει και να τον ελευθερώσει. (400 π.Χ.) Ο Φαίδων ήταν τότε 18 χρόνων.

Στο Φαίδωνα  ο Πλάτων περιγράφει την τελευταία μέρα  του Σωκράτη στη φυλακή,   πριν την θανάτωσή του με κώνειο, και τις συζητήσεις που είχε με τους φίλους του.
Ο Εχεκράτης συναντά τον Φαίδωνα ο οποίος παρευρισκόταν στην φυλακή κατά τις τελευταίες ώρες του φιλοσόφου και τον παρακαλεί να του τις περιγράψει. Η σκηνή στη/στο  Φλιούντα, πόλη σχετιζόμενη με τους προγόνους του Πυθαγόρα, όπου και πολλοί πυθαγόρειοι όπως ο Εχεκράτης, αλλά και ο Κέβης και ο Σιμμίας.

 Ο ΕΧΕΚΡΑΤΗΣ παρακαλεί το Φαίδωνα να του αφηγηθεί τα συμβάντα και να του εξηγήσει γιατί τόση καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης, αφού η δίκη είχε γίνει προ πολλού.
ΦΑΙΔ. : Ήταν θέμα τύχης. Την προηγούμενη της δίκης συνέπεσε η στέψη της πρύμνης του πλοίου που στέλνουν οι Αθηναίοι στην Δήλο. Όπως λένε οι Αθηναίοι, αυτό είναι το πλοίο  με το οποίο κάποτε ο Θησέας μετέφερε  τα επτά εκείνα ζευγάρια στην Κρήτη, τα έσωσε και σώθηκε και ο ίδιος. Καθώς λέγεται λοιπόν, ευχήθηκε τότε στον Απόλλωνα ότι αν σωθούν θα στέλλουν  κάθε χρόνο ιερή αντιπροσωπεία στη Δήλο. Όταν λοιπόν αρχίσουν  οι τελετές για την αποστολή υπάρχει νόμος να μένει αγνή η πόλη στο διάστημα αυτό και να μη γίνεται καμιά δημόσια εκτέλεση, πριν φτάσει το πλοίο στη Δήλο και επιστρέψει πάλι πίσω. Έναρξη  της αποστολής αντιπροσωπείας  γίνεται όταν ο ιερέας του Απόλλωνα  στεφανώσει  την πρύμνη  του πλοίου. Αυτό συνέβη  την προηγουμένη της δίκης. Γι’ αυτό ο Σωκράτης πέρασε πολύ καιρό στη φυλακή από την καταδίκη μέχρι το θάνατό του.
(ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ.    Σημειώστε πως ο Σωκράτης από το μαντείο του δελφικού Απόλλωνα ανακηρύχθηκε ο πάντων σοφώτατος, γιατί είχε ως αρχή της ζωής του το «γνώθι σαυτόν» και  ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία ως μουσική, περισσότερο από τον καθένα.

ΠΟΙΑ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΣΑΝ;
 ΦΑΙΔ.: Τα συναισθήματά μου ήταν παράξενα. Γιατί, ενώ παρευρισκόμουν στον θάνατο ανθρώπου αγαπημένου, δεν με κατέλαβε οίκτος. Μου έδινε, βλέπεις,  την εντύπωση ανθρώπου ευτυχισμένου, με τους τρόπους και τα λόγια του, τόσο ατρόμητος και ανώτερος στάθηκε στον θάνατό του, ώστε μου φάνηκε ότι και στον Άδη ακόμα που πάει δεν πηγαίνει χωρίς τη θεϊκή πρόνοια, όμως και εκεί όταν φθάσει θα ευτυχήσει όσο κανένας άλλος. Γι’ αυτούς, λοιπόν, τους λόγους  δεν ένιωθα σχεδόν καθόλου οίκτο, όπως θα μπορούσε να φανεί φυσικό για κάποιον   που παρευρίσκεται σε πένθος. Ούτε πάλι ένιωθα ευχαρίστηση που φιλοσοφούσαμε όπως συνήθως  - γιατί κι εκείνες τις ώρες τέτοια ήταν η φύση της συζήτησης. Στην πραγματικότητα, με είχε καταλάβει  ένα εντελώς αλλόκοτο συναίσθημα και ένας ασυνήθιστος συνδυασμός από ευχαρίστηση ανάμεικτη με λύπη, καθώς σκεφτόμουν  ότι σε λίγο εκείνος θα πεθάνει. Αλλά και όλοι οι παρόντες  σχεδόν με τον ίδιο τρόπο εκφράζαμε  τα συναισθήματά μας, πότε γελώντας, μερικές φορές  δακρύζοντας. (ΗΔΗ Η ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ – ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ)

ΕΧ.: Ποιοι έτυχε να παρευρίσκονται, Φαίδωνα; ΦΑΙΔ.: Τούτος ο Απολλόδωρος, ο Κριτόβουλος, ο Ερμογένης, ο Επιγένης, ο Αισχύνης και ο Αντισθένης. Ήταν ο Κτήσιππος  από την Παιανία, ο Μενέξενος κι ορισμένοι άλλοι από τους ντόπιους. Ο Πλάτων, θαρρώ,  ήταν άρρωστος. ο Σιμμίας βέβαια ο Θηβαίος, ο Κέβης…
ΟΙ ΠΑΡΟΝΤΕΣ ήταν ποικίλων φιλοσοφικών αιρέσεων, απόδειξη πως η Σωκρατική φιλοσοφία θεωρούνταν κέντρο τους.
ΤΕΛΟΣ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ: τόπος, χρόνος, πρόσωπα, εξήγηση γιατί βράδυνε η εκτέλεση της ποινής, συναισθήματα παρόντων.
*

Από το τρίτο κεφάλαιο αρχίζει η διήγηση του ΦΑΙΔ.:   Όλες, λοιπόν, τις προηγούμενες ημέρες συνηθίζαμε, εγώ και οι άλλοι, να επισκεπτόμαστε τον Σωκράτη και περνούσαμε ολόκληρη τη μέρα μαζί του. Εκείνη τη μέρα όμως συγκεντρωθήκαμε  πιο πρωί, γιατί την προηγουμένη πληροφορηθήκαμε ότι το πλοίο είχε επιστρέψει από τη Δήλο. Συνεννοηθήκαμε λοιπόν να πάμε  όσο το δυνατόν  πιο πρωί, βγήκε ο θυρωρός, και μας είπε να περιμένουμε «Οι Ένδεκα», είπε, «λύνουν τον Σωκράτη από τα δεσμά και προστάζουν τούτη τη μέρα να θανατωθεί». Μπαίνοντας αντικρίσαμε  τον Σωκράτη, που μόλις τον είχαν λύσει, και την Ξανθίππη, να κρατάει το παιδί τους και να κάθεται δίπλα του. Μόλις μας είδε  η Ξανθίππη άρχισε να ξεφωνίζει και να λέει αυτά που συνήθως λένε οι γυναίκες: «Σωκράτη για τελευταία φορά θα σε χαιρετήσουν τώρα οι φίλοι σου και συ αυτούς». Και ο Σωκράτης, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Κρίτωνα, είπε: Ας την πάρει κάποιος σπίτι». Από εκεί την απομάκρυναν κάποιοι από τους ανθρώπους του Κρίτωνα, ενώ εκείνη κραύγαζε, θρηνούσε και χτυπιόταν. (Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ. Κατά τους Πυθαγορείους έπρεπε ο άνθρωπος να πεθαίνει εν ευφημία χωρίς φωνές και θορύβους, γι’ αυτό και αποπέμπεται η γυναίκα του. Η πνευματική συγγένεια ισχυρότερη της οικογενειακής. )

Ο Σωκράτης ανακάθισε στο κρεβάτι του, λύγισε το ένα πόδι, το έτριψε δυνατά  με το χέρι  και,  τρίβοντάς το, είπε: Πόσο αλλόκοτο μοιάζει να είναι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ευχάριστο.  Πόσο πολύ διαφέρει η φύση του από εκείνο που θεωρείται αντίθετό του, δηλαδή το λυπηρό, και, ενώ τα ίδια αρνούνται να εμφανιστούν ταυτόχρονα στον άνθρωπο, αν κάποιος κυνηγάει το ένα και το αποκτήσει, είναι σχεδόν αναγκασμένος να αποκτήσει πάντα και το άλλο, λες και είναι και τα δυο κολλημένα στην ίδια κορυφή. Μάλιστα αν τα είχε σκεφθεί αυτά ο Αίσωπος, θα μπορούσε να συνθέσει ένα μύθο,  πως ο θεός, ενώ ήθελε να τα συμφιλιώσει που μάχονται το ένα το άλλο,  επειδή δεν μπορούσε, ένωσε  τις δύο κορυφές σε μία, και γι’ αυτό, αν εμφανιστεί το ένα, έπειτα ακολουθεί και το άλλο. Έτσι ακριβώς,  λοιπόν, παρουσιάζονται και σε μένα. Επειδή από τα δεσμά εμφανίστηκε προηγουμένως στο πόδι μου το οδυνηρό, αισθάνομαι ότι στη συνέχεια ακολουθεί το ευχάριστο. (ΣΥΝ- ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ – Η ΗΔΟΝΗ από τη λύση από τα δεσμά προοίμιο της χαράς της ψυχής από τα δεσμά του σώματος. Γένεση των εναντίων εκ των εναντίων.)



Ο Κέβης, λοιπόν, αφού πήρε το λόγο, είπε: Μα το Δία, Σωκράτη, καλά έκανες  και μου το θύμισες. Σχετικά με τα ποιήματα που έχεις φτιάξει, μετατρέποντας  σε στίχους τον πεζό λόγο του Αισώπου, και τον ύμνο στον Απόλλωνα, και κάποιοι άλλοι ήδη με ρώτησαν, αλλά και ο Εύηνος λίγο πριν, τι τέλος πάντων είχες στο μυαλό σου κι άρχισες να γράφεις ποιήματα όταν ήρθες εδώ, ενώ πρωτύτερα  δεν είχες ποτέ συνθέσει το παραμικρό;
ΣΩ  Τα συνέθεσα όχι για να γίνω αντίτεχνος του Εύηνου, αλλά προσπαθώντας  να εξηγήσω τη σημασία κάποιων ονείρων και να δείξω ευσέβεια. Πολλές φορές στη ζωή μου με επισκέφθηκε το ίδιο όνειρο, κάθε φορά με διαφορετική μορφή, έλεγε όμως πάντα τα ίδια. «Μουσικήν ποίει και εργάζου.» Και εγώ στην αρχή  νόμιζα  πως με προέτρεπε  σε ό,τι ακριβώς έκανα  τόσον καιρό, δηλαδή μουσική, γιατί η φιλοσοφία  είναι το ανώτερο είδος μουσικής και εγώ με αυτή καταγινόμουν. «μουσικν ποιεν, ς φιλοσοφίας μν οσης μεγίστης μουσικς», Και τώρα,  μετά τη δίκη και μια που η γιορτή του θεού με εμπόδιζε  να πεθάνω,  θεώρησα ότι πρέπει,  αν αυτό που με προστάζει το όνειρο επανειλημμένα είναι να ασχοληθώ με τη «δημοτική»  μουσική, να μη δείξω απείθεια και να ασχοληθώ με αυτήν. Γιατί δεν θα ήταν σωστό να φύγω προτού δείξω την ευσέβειά μου γράφοντας ποιήματα και προτού υπακούσω στο όνειρο. Έτσι λοιπόν η πρώτη σύνθεσή μου ήταν για τον θεό, προς τιμήν του οποίου γίνονταν αυτές οι γιορτές και οι θυσίες. Μετά τον θεό, σκέφτηκα  ότι ο ποιητής πρέπει, για να είναι αληθινός ποιητής, να πλάθει  μύθους και όχι λόγους, «τν ποιητν δέοι, επερ μέλλοι ποιητς εναι, ποιεν μύθους λλ ο λόγους» και καθώς ο ίδιος δεν ήμουν δυνατός στη μυθοπλασία, όσους μύθους του Αισώπου είχα πρόχειρους και γνώριζα απ’ έξω, από αυτούς διασκεύασα  τους πρώτους που βρήκα. ( ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ προτρέπουν- θυμηθείτε το δαιμόνιο-. Η μουσική στην αρχαιότητα. Ο ποιητής πλάστης μύθων, όχι λόγων.)
ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΡΟΛΟΓΟΥ 
*

Αυτά λοιπόν, Κέβη, να πεις στον Εύηνο και να είναι γερός. Και αν  διαθέτει σωφροσύνη, να με ακολουθήσει το συντομότερο. Κι ο Σιμμίας (νομίζοντας πως ο Σωκράτης εννοεί την αυτοκτονία ) είπε: Τι είναι τούτα που παραγγέλνεις στον Εύηνο;  Απ’ όσα έχω καταλάβει, δεν θα θελήσει να υπακούσει στη συμβουλή σου.  Γιατί όχι;  είπε αυτός. Δεν είναι φιλόσοφος ο Εύηνος;  Έτσι νομίζω, είπε ο Σιμμίας.  Θα θελήσει λοιπόν, να με εισακούσει και ο Εύηνος και καθένας που έχει επάξια μερίδιο στη φιλοσοφία. Χωρίς όμως να βιαιοπραγήσει  εναντίον του εαυτού του. Γιατί λένε ότι δεν είναι επιτρεπτό.  Τον ρώτησε λοιπόν ο Κέβης: Σωκράτη, πώς λες ότι δεν είναι επιτρεπτό να βιαιοπραγεί κάποιος εναντίον του εαυτού του και παράλληλα να λες ότι ο φιλόσοφος θα μπορούσε να ακολουθεί αυτόν που πεθαίνει;
 Για ποιο λόγο, λοιπόν, λένε ότι δεν είναι επιτρεπτό να αυτοκτονεί κάποιος, Σωκράτη; Ο λόγος λοιπόν που αναφέρεται σχετικά στα απόρρητα και λέει ότι εμείς οι άνθρωποι  βρισκόμαστε υπό φρούρηση σε κάποια φυλακή, απ’ όπου δεν πρέπει να ελευθερωνόμαστε ούτε να δραπετεύουμε, μου φαίνεται σπουδαίος. Οι θεοί είναι εκείνοι  που μας φροντίζουν και  εμείς οι άνθρωποι είμαστε ένα από τα κτήματά τους. Ή δεν είσαι αυτής της γνώμης;  Αυτής, απάντησε ο Κέβης.
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ κατά την παράδοση απαγορεύεται, (ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΓΕΝΝΗΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ ΚΤΛ)
 Λοιπόν, συνέχισε αυτός, και συ ο ίδιος, αν κάποιος  από τους δούλους, που είναι κτήμα σου,  αυτοκτονούσε χωρίς να του έχεις δείξει εσύ ότι θέλεις να πεθάνει, δεν θα οργιζόσουν εναντίον του και,  αν είχες τρόπο να τον τιμωρήσεις  δεν θα τον τιμωρούσες;    Βεβαίως, είπε.         Ίσως λοιπόν υπ’ αυτή την έννοια  δεν είναι παράλογο που δεν πρέπει κανείς να αυτοκτονεί πριν στείλει ο θεός κάποια ανάγκη, όπως αυτή σε μένα τώρα.      Αυτό φαίνεται λογικό, είπε ο Κέβης. Εκείνο όμως που ανέφερες πρωτύτερα, ότι δηλαδή οι φιλόσοφοι δεν θα είχαν καμιά αντίρρηση να πεθάνουν, μοιάζει παράδοξο, αν ισχύει ότι ο θεός προνοεί για μας και ότι εμείς είμαστε κτήματά του.  Οι φρόνιμοι δηλαδή πρέπει  κανονικά να δυσανασχετούν πεθαίνοντας (αφού απομακρύνονται από την προστασία των θεών), και οι άφρονες να χαίρονται και όχι το αντίθετο, όπως υποστηρίζει ο Σωκράτης.
(Εδώ υπάρχουν δύο ρήματα, το διασκοπείν και το μυθολογείν, κάτι που δείχνει πως προς το παρόν ο Πλάτων χρησιμοποιεί αποδείξεις και διαλεκτικού και μυθικού τύπου.)                               
Ο Σωκράτης τα άκουσε,  μου έδωσε μάλιστα την εντύπωση  ότι ευχαριστήθηκε από τον τρόπο που πραγματεύτηκε το θέμα ο Κέβης, και, στρέφοντας  το βλέμμα του σ’ εμάς, είπε:  Η αλήθεια  είναι ότι ο Κέβης αναζητά πάντα κάποιο επιχείρημα και δεν είναι αμέσως πρόθυμος να παραδεχτεί αυτά που λέει ο άλλος.  Και ο Σιμμίας απάντησε: Αλλά όμως, Σωκράτη,  και εγώ ο ίδιος νομίζω ότι τώρα κάτι πάει να πει ο Κέβης.  Γιατί άραγε  άνθρωποι πραγματικά σοφοί να θέλουν να ξεφύγουν από κυρίους καλύτερους από τους ίδιους  και να απαλλαγούν απ’ αυτούς χωρίς πολλά πολλά;  Η γνώμη μου είναι ότι εσένα στοχεύει ο Κέβης με τα λόγια του, επειδή και συ ελαφρά τη καρδία εγκαταλείπεις και εμάς και άρχοντες αγαθούς, όπως ομολογείς, δηλαδή τους θεούς.

ΣΩ    Έχετε δίκιο, είπε. Εννοείτε, φαντάζομαι, πως πρέπει να σας απολογηθώ γι’ αυτά όπως στο δικαστήριο.  Εγώ, είπε, Σιμμία και Κέβη, θα φθάσω κατ’ αρχάς  κοντά σε άλλους θεούς, σοφούς και αγαθούς, και έπειτα  σε ανθρώπους που έχουν τελευτήσει και είναι καλύτεροι από τους εδώ. Ελπίζω να φθάσω και κοντά σε αγαθούς ανθρώπους , ελπίζω να φθάσω κοντά σε δεσπότες θεούς εξόχως αγαθούς,   γι’ αυτό δεν αγανακτώ, αντίθετα  ευελπιστώ ότι υπάρχει  κάτι για όσους έχουν πια πεθάνει και,  όπως λέει και η αρχαία παράδοση,  πολύ καλύτερο για τους αγαθούς παρά για τους κακούς.
 Λοιπόν, Σωκράτη, είπε ο Σιμμίας, έχεις στο νου σου να μας αποχωριστείς  κρατώντας για τον εαυτό σου αυτές τις σκέψεις  ή θα τις πεις και σε μας;  

ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΡΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ - ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΡΙΤΩΝΑ: Αυτός που θα σου δώσει το δηλητήριο μου είπε  να σου πω ότι πρέπει  να μιλάς λιγότερο. Γιατί όσοι συζητούν ζεσταίνονται περισσότερο  κι εμποδίζουν  έτσι την επίδραση του φαρμάκου. Αλλιώς  οι ανυπάκουοι αναγκάζονται μερικές φορές  να πιουν δυο και τρεις δόσεις.  Κι ο Σωκράτης: Ας τον να λέει, είπε.  Ας ετοιμάζεται μόνο να μου δώσει και δυο και τρεις φορές αν χρειαστεί. Κρίτων: το ήξερα ότι θ’ απαντήσεις έτσι..

 ΣΩΚΡ. Θέλω  λοιπόν να δώσω μια εξήγηση  σε σας τους δικαστές. Για μένα είναι φυσικό ένας άνθρωπος που αφιέρωσε πραγματικά τη ζωή του στη φιλοσοφία να μη λιποψυχεί την ώρα που πρόκειται  να πεθάνει και να ευελπιστεί πως, όταν πεθάνει, θα έχει εκεί τα μεγαλύτερα αγαθά. Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω.
 Όσοι καταπιάνονται σωστά με τη φιλοσοφία υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην πάρουν είδηση οι άλλοι ότι το μόνο πράγμα στο οποίο επιδίδονται είναι το να πεθαίνουν και ο θάνατος. (αποθνήσκειν μελετώσι) Αν αυτό είναι αλήθεια,  τότε θα ήταν παράδοξο  σε όλη τους τη ζωή να μην ποθούν τίποτε άλλο από το θάνατο, και, όταν φτάνει, να αγανακτούν.  ...
Νομίζουμε λοιπόν πως ο θάνατος είναι κάτι;  Βεβαιότατα, είπε ο Σιμμίας.
 Άραγε είναι κάτι διαφορετικό από την απαλλαγή της ψυχής από το σώμα;  Και μήπως θάνατος δεν είναι να μείνει το σώμα χωριστά κι αυτόνομο, αφού απαλλαγεί από την ψυχή, και η ψυχή να υπάρχει χωριστά κι αυτόνομα, αφού απαλλαγεί από το σώμα; Σου φαίνεται  ότι είναι γνώρισμα φιλοσόφου ανθρώπου να κατατρίβεται με τις υποτιθέμενες ηδονές αυτού του είδους, δηλαδή φαγητά και ποτά;
 Κάθε άλλο, είπε ο Σιμμίας.     Και με τις ηδονές του έρωτα;   Σίγουρα όχι.     Και τις υπόλοιπες φροντίδες για το σώμα;  Νομίζεις ότι τις έχει σε υπόληψη  ένας τέτοιος άνθρωπος;  Όπως για παράδειγμα την απόκτηση εκλεκτών φορεμάτων και υποδημάτων και τους άλλους καλλωπισμούς; -Όχι.
Επομένως,  ο φιλόσοφος  προσπαθεί να αποδεσμεύσει όσο γίνεται περισσότερο  την ψυχή από την επικοινωνία με το σώμα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ τους άλλους.    Προφανώς.     Και ποια είναι η γνώμη σου για την απόκτηση  της φρόνησης; Είναι το σώμα εμπόδιο ή όχι; Να για παράδειγμα τι εννοώ: Η όραση  κι η ακοή προσπορίζουν άραγε  ένα μέρος της αλήθειας στους ανθρώπους και γενικά είναι οι αισθήσεις αναξιόπιστες;  Ασφαλώς, είπε.   Πότε λοιπόν αγγίζει η ψυχή την αλήθεια;  Γιατί όταν επιχειρεί με την μεσολάβηση του σώματος να εξετάσει κάτι, τότε, είναι φανερό, το σώμα την εξαπατά.  Αλήθεια λες.   Άρα λοιπόν μόνο μέσα στον λογισμό βλέπει ολοφάνερα μπροστά της κάποιο από αυτά που είναι.     Ναι.  Και αναμφίβολα καλύτερα διαλογάται, όταν δεν την παρενοχλεί ούτε η ακοή ούτε η όραση ούτε η οδύνη ούτε κάποια ηδονή, αλλά αντίθετα  μένει τελείως μόνη με τον εαυτό της, και λαχταρά  αυτό που πραγματικά υπάρχει (το Όν).  Έτσι είναι πράγματι.     Και στην περίπτωση τούτη λοιπόν, η ψυχή του φιλοσόφου περιφρονεί τελείως το σώμα, το αποφεύγει, και αναζητά  να μείνει μόνη με τον εαυτό της.             Έτσι φαίνεται.

Και για τούτα εδώ, Σιμμία, τι έχεις να πεις; 
Λέμε ότι υπάρχει κάτι δίκαιο καθ’ αυτό ή όχι;   Το λέμε βέβαια, μα τον Δία.  Και κάτι ωραίο και καλό;  Πως όχι;   Είδες ωστόσο μέχρι τώρα κάποιο από τα πράγματα αυτού του είδους με τα μάτια σου;   Όχι βέβαια, απάντησε εκείνος.
 Αλλά ίσως  τα άγγιξες με κάποια άλλη απ’ τις αισθήσεις, που λειτουργούν μέσω του σώματος.  Και αναφέρομαι  σε όλα, στο μέγεθος, στην υγεία, στη δύναμη, και στα άλλα, με μια λέξη  σε όλα, άγγιξες την ουσία τους,  δηλαδή τι ακριβώς είναι στην πραγματικότητα καθένα από αυτά;  Άραγε η καθαρότερη αλήθεια γι’ αυτά ατενίζεται δια μέσου του σώματος ή μήπως συμβαίνει το εξής:  όποιος από μας ετοιμαστεί στον μεγαλύτερο βαθμό και με τη μεγαλύτερη ακρίβεια να σκεφθεί  για καθένα από τα πράγματα που ερευνά και εξετάζει, αυτός δεν είναι που θα μπορούσε να φτάσει πιο κοντά στο να γνωρίσει το καθένα από αυτά;
 Ασφαλώς.   Και αυτό δεν θα το έκανε άραγε σε όλη του την καθαρότητα αυτός που θα αντιμετώπιζε  καθένα από αυτά με τη διάνοια και μόνο, επειδή το σώμα  ταράζει και δεν αφήνει την ψυχή να αποκτήσει την αλήθεια και τη φρόνηση; Αυτός δεν είναι άραγε, Σιμμία, αν υπάρχει κάποιος στον κόσμο, που θα πετύχει το όν (την πραγματικότητα);  Είναι απίστευτο, είπε ο Σιμμίας, το πόσο σωστά μιλάς,  Σωκράτη.
 Εξαιτίας όλων αυτών λοιπόν, είπε,  αναγκαστικά γεννιέται στο μυαλό των γνήσιων φιλοσόφων μια τέτοια γνώμη, ώστε και μεταξύ τους να μιλούν περίπου έτσι:
«Ναι,  υπάρχει πράγματι η πιθανότητα, όπως ένα μονοπάτι, να μας βγάλει η σκέψη προς τα εκεί ότι,  όσο έχουμε το σώμα και η ψυχή μας είναι ζυμωμένη μ’ ένα τέτοιο κακό, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να οικειοποιηθούμε σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό που επιθυμούμε. Αυτό που όπως λέμε είναι το αληθινό.  Γιατί χιλιάδες ενοχλητικές ασχολίες μας προκαλεί το σώμα, τροφή, αρρώστιες, έρωτες, επιθυμίες, φόβοι…που εξαιτίας τους δεν μας έρχεται ποτέ η παραμικρή σωστή σκέψη. Αντίθετα έχουμε πράγματι την απόδειξη ότι, αν είναι να γνωρίσουμε ποτέ κάτι ξεκάθαρα, πρέπει να απαλλαγούμε από αυτό,  και ότι μόνο με την ψυχή πρέπει να ατενίζουμε αυτά τούτα τα πράγματα.  Τότε μόνο, καθώς φαίνεται, θα γίνει δικό μας αυτό που επιθυμούμε και λέμε ότι είμαστε εραστές  του, η φρόνηση, όταν έχουμε πια τελευτήσει, όπως δηλώνει το επιχείρημα, και όχι όσο ζούμε.  Γιατί, αν δεν είναι δυνατόν, με τη μεσολάβηση  του σώματος, να γνωρίσουμε κάτι ξεκάθαρα, ένα απ’ τα δυο ισχύει: ή δεν υπάρχει περίπτωση στον κόσμο να αποκτήσουμε κάποτε τη γνώση ή μόνο αφού πεθάνουμε. Γιατί τότε θα υπάρχει η ψυχή αυτή καθ’ αυτή  και χωριστά από το σώμα, κι όχι πρωτύτερα. Αλλά και ενόσω ζούμε, έτσι,  καθώς φαίνεται,  θα πλησιάσουμε πολύ κοντά στη γνώση, αν, όσο το δυνατόν περισσότερο, δεν έχουμε καμία επαφή  και επικοινωνία με το  σώμα, εκτός αν υπάρχει  απόλυτη ανάγκη, ούτε μολυνόμαστε από τη φύση του, αλλά απέχουμε απ’ αυτό, μέχρις ότου ο ίδιος ο θεός μας απελευθερώσει. Και έτσι αγνοί, απαλλαγμένοι από την αφροσύνη του σώματος, θα είμαστε, κατά πως φαίνεται, μαζί με τέτοιου είδους ανθρώπους και θα γνωρίζουμε αφ’ εαυτού μας ό,τι είναι αμιγές. Αυτή ίσως είναι η αλήθεια.  Γιατί, είναι ανεπίτρεπτο   κάτι μη καθαρό (το σώμα) να αγγίζει κάτι  καθαρό (την καθαρή αλήθεια)».  

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ= ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΤΑ ΥΛΙΚΑ, ΣΤΑ ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΤΑ ΕΠΙΓΕΙΑ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ    
ΣΩΜΑ ΝΟΜΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ -ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΣΗ –ΜΗΔΕΝ  
ΨΥΧΗ ΖΩΗ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ- ΚΟΣΜΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ-γι’ αυτό  και ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ
Η ΘΕΑΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ (το ωραίο, το δίκαιο, το ιερό, η αρετή)
*αρα σ’ αυτό το απόσπασμα η έννοια της ψυχής περιορίζεται στο λογικό μέρος, μέσω του οποίου συλλαμβάνεται η αλήθεια

Λοιπόν, αν αυτά είναι αληθινά, είπε ο Σωκράτης, μεγάλη είναι η ελπίδα για όποιον φτάνει  εκεί όπου εγώ οδεύω, ότι εκεί, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, θα αποκτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό χάριν του οποίου έχει γίνει όλη αυτή η δύσκολη δουλειά στην περασμένη μας ζωή.
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Έτσι, τούτο εδώ το ταξίδι, που σε μένα τουλάχιστον άλλοι έχουν επιβάλει να κάνω, με την καλή ελπίδα γίνεται, όπως και για όποιον άλλο θεωρεί ότι η διάνοιά του είναι έτοιμη σαν να είχε υποστεί καθαρμό.   Πάρα πολύ σωστά, είπε ο Σιμμίας.
 Κάθαρση λοιπόν, όπως λέει η αρχαία παράδοση, είναι το να αποχωρίζει  κανείς την ψυχή  από το σώμα και να τη συνηθίζει στο να ξεσηκώνεται απ’ όλα τα μέρη του σώματος,  να συγκεντρώνεται  και να ζει  όσο μπορεί, και στις παρούσες συνθήκες και στις μέλλουσες, μόνη με τον εαυτό της, αφού λυθεί από τα δεσμά του σώματος.
 Αυτό λοιπόν ονομάζεται θάνατος, το λύσιμο  και ο χωρισμός της ψυχής απ’ το σώμα.  Και για να τη λύσουν, περισσότερο  προθυμοποιούνται πάντοτε και αποκλειστικά όσοι φιλοσοφούν με τον σωστό τρόπο, και το αντικείμενο μελέτης των φιλοσόφων είναι ακριβώς αυτό, το λύσιμο και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα..
Η ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ  Λοιπόν, όπως έλεγα στην αρχή, δεν θα ήταν γελοίο ένας άνθρωπος, που σε όλη τη διάρκεια της ζωής του έκανε τον εαυτό του να προσεγγίσει όσο γίνεται περισσότερο στον θάνατο,  να ζει έτσι, κι έπειτα, όταν τον πλησιάσει ο θάνατος, να δυσανασχετεί; Και βέβαια γελοίο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ  Επομένως, Σιμμία, είπε, αυτοί που φιλοσοφούν σωστά ασκούνται πράγματι στο να πεθαίνουν κι αυτοί απ’ όλους τους ανθρώπους φοβούνται λιγότερο τον θάνατο.

(Παρενθετικά, συνεχίζει, για να απαλλάξει την ηθική από την ανταλλαγή:
Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει περίπτωση ο ανδρείος να δείχνει ανδρεία επειδή φοβάται το θάνατο, για παράδειγμα ο ανδρείος στη μάχη,  ή άλλος παρουσιάζεται σώφρων,  σε ορισμένες ηδονές, για να επιδοθεί με πάθος σε μεγαλύτερες.   ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ  (νηστεύει για να κερδίσει τον παράδεισο, γυμνάζεται  για να επιδίδεται στις σαρκικές επιθυμίες)

 Μπορεί όμως, μακάριε Σιμμία, αυτή η συναλλαγή να μην είναι ορθή  όσον αφορά την αρετή, να ανταλλάσσονται δηλαδή ηδονές με ηδονές, λύπες με λύπες, φόβοι με φόβους.)
 Η αλήθεια είναι στην πραγματικότητα ένα είδος κάθαρσης, καθαρμού.  Είναι επίσης πιθανό, αυτοί που καθιέρωσαν για μας τις τελετές, να μην είναι τίποτα ανάξιοι, και μπορεί να ήταν αληθινά τα αινιγματικά τους λόγια, ότι εκείνος που θα φτάσει στον Άδη μυημένος και καθαρός θα κατοικεί με τους θεούς. Γιατί είναι, λένε οι σχετικοί με τις τελετές, «πολλοί οι ναρθηκοφόροι και σπάνιοι οι Βάκχοι». “ναρθηκοφόροι [69d] μν πολλοί, βάκχοι δέ τε παροι”·
Αυτοί κατά την άποψή μου δεν είναι άλλοι από όσους φιλοσόφησαν  με το σωστό τρόπο. Αυτά λοιπόν εγώ, με κάθε τρόπο τα τήρησα με όλο μου τον ζήλο.  Αν τώρα  ο ζήλος μου ήταν προς τη σωστή  κατεύθυνση, όταν φτάσω εκεί, θα το μάθω με βεβαιότητα  - αν θέλει ο θεός – λίγο αργότερα. Αυτά λοιπόν, Σιμμία και Κέβη, είπε, εγώ να σας απολογηθώ.   Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟ

Ως τώρα είδαμε τον ορισμό του θανάτου ως απομάκρυνσης της ψυχής από το σώμα και τον αγώνα του φιλοσόφου σ’ αυτή τη ζωή να επιτύχει αυτό, τη μελέτη θανάτου, την κάθαρση της ψυχής από το σώμα.

ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΒΗΤΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ
Κέβης : Σωκράτη, μήπως όταν η ψυχή απαλλαγεί από το σώμα, δεν υπάρχει πλέον πουθενά, και  τη  μέρα ακριβώς  που θα πεθάνει ο άνθρωπος,  καταστρέφεται  και χάνεται,  και μήπως,  τη στιγμή που απαλλάσσεται από το σώμα και βγαίνει από αυτό σαν πνοή ή σαν καπνός, διασκορπίζεται, φεύγει πετώντας και δεν υπάρχει πλέον πουθενά Γι’ αυτό χρειάζεται συζήτηση, για να πειστούμε, ότι η ψυχή, όταν  πεθάνει ο άνθρωπος, είναι δυνατόν να διατηρεί κάποια  δύναμη και φρόνηση.
ΣΩ.  Υπάρχει  λοιπόν μια παλιά παράδοση,  που λέει  πως οι ψυχές φτάνουν πράγματι  από εδώ εκεί, και πάλι βέβαια επιστρέφουν εδώ και γεννώνται εκ των νεκρών. Και αν  είναι έτσι,  να ξαναγεννιούνται δηλαδή από τους  πεθαμένους οι ζωντανοί, υποθέτουμε ότι οι ψυχές μας υπάρχουν εκεί.   Γιατί δεν θα μπορούσαν να γεννιούνται πάλι,  αν δεν υπήρχαν, και  τούτο θα ήταν ικανή απόδειξη  ότι έτσι έχουν τα πράγματα, αν όντως γινόταν φανερό ότι από πουθενά αλλού δεν γεννιούνται  οι ζώντες  παρά από τους νεκρούς. Αν όμως δεν είναι έτσι, τότε χρειάζεται κάποιο άλλο επιχείρημα.  Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ . Η ΓΕΝΕΣΗ ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ

Εξέταζε όμως όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα ζώα και τα φυτά,  και γενικά όλα όσα έχουν γέννηση. Ας εξετάσουμε. Γίνονται άραγε  όλα τα αντίθετα από τα αντίθετα, όπως για παράδειγμα το ωραίο από το άσχημο, το δίκαιο από το άδικο. Είναι άραγε αναγκαίο, για όσα υπάρχει κάποιο αντίθετο, να μην προκύπτει  το καθένα από πουθενά αλλού  παρά  μόνο από το αντίθετο προς αυτό.  Παράδειγμα: το μεγαλύτερο από το μικρότερο, το μικρότερο από το μεγαλύτερο,   το ισχυρότερο από το πιο αδύναμο, το πιο αργό από το ταχύτερο, το χειρότερο από το καλύτερο, το δικαιότερο από το πιο άδικο.   Άρα όλα γίνονται  κατ’ αυτόν τον τρόπο,  από τα αντίθετα δηλαδή τα αντίθετά τους και η γένεση είναι μεταξύ τους αμφίδρομη;  Το «ζω» από το είμαι νεκρός, το  «είμαι ξύπνιος» από το «είμαι κοιμισμένος»;   Λοιπόν, από τις δυο γενέσεις που έχουμε  σ’ αυτό το ζεύγος αντιθέτων,  η μια τουλάχιστον είναι ξεκάθαρη.  Το «πεθαίνω»  είναι πάνω κάτω ξεκάθαρο ότι από το ζω. Και τι θα κάνουμε στη συνέχεια;  είπε.  Δεν θα ανταποδώσουμε και την αντίθετη  γένεση, αλλά στην περίπτωση  αυτή θα μείνει  η φύση χωλή;  Δεν  είναι αναγκαίο  να αποδώσουμε στο «πεθαίνω» κάποια γένεση αντίθετή του;    Οπωσδήποτε, είπε.    Και ποια είναι αυτή;  Το «αναβιώνω».   Άρα συμφωνούμε και σ’ αυτό, ότι οι ζωντανοί γίνονται από τους νεκρούς όχι λιγότερο  απ’ ό,τι  οι νεκροί  από τους ζωντανούς.

Αν αυτό ισχύει,  τότε αποτελεί ικανή ένδειξη  για το ότι οι ψυχές των νεκρών υπάρχουν  κάπου,  και από κει  βέβαια  ξαναγεννιούνται.
Αν δεν υπάρχει ο κύκλος  κι αν η γένεση ήταν ευθεία, από το ένα  μόνο αντίθετο προς το αντικρινό του, και δεν επανέστρεφε,  ούτε καν έστρεφε,  όλα τα πράγματα θα είχαν τελικά την ίδια μορφή, θα πάθαιναν όλα το ίδιο και θα έπαυαν να γίνονται.

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ , Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ
 Εξ άλλου, είπε ο Κέβης, να θυμηθούμε και το επιχείρημά σου, Σωκράτη, ότι  η μάθηση δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ανάμνηση. Είναι αναγκαίο να έχουμε μάθει, σε κάποιο προηγούμενο χρόνο,  αυτά που τώρα ανακαλούμε στη μνήμη μας. Η ανάκληση στη μνήμη θα ήταν αδύνατη, αν η ψυχή μας δεν υπήρχε κάπου προτού πάρει τούτη εδώ την ανθρώπινη μορφή. Και για να θυμίσει πώς έχουν τα πράγματα, συνεχίζει: Όταν ερωτώνται οι άνθρωποι, αν κάποιος τους υποβάλλει τη σωστή ερώτηση, αυτοί λένε για όλα πώς πραγματικά έχουν – ωστόσο, αν δεν υπήρχε πράγματι μέσα τους γνώση και ορθή κρίση,  δεν θα ήταν σε θέση να το κάνουν – έπειτα,  αν περάσει κανείς στα γεωμετρικά σχήματα ή  κάτι άλλο παρόμοιο,  εδώ μπορεί με βεβαιότητα να πει κατηγορηματικά ότι έτσι έχει το θέμα.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΙΣΘΕΙ ΚΑΙ Ο ΣΙΜΜΙΑΣ
 Αν δεν πείθεσαι με αυτό το σκεπτικό, Σιμμία, είπε  ο Σωκράτης, για δες. Δεν πιστεύεις λοιπόν ότι αυτό που αποκαλούμε μάθηση είναι ανάμνηση;  
Αν κάποιος,  βλέποντας ή ακούγοντας ένα πράγμα ή προσλαμβάνοντάς το με κάποια άλλη αίσθηση, δεν γνωρίζει  μόνο αυτό, αλλά φέρνει στο μυαλό του και κάτι άλλο, για παράδειγμα οι εραστές, όταν δουν λύρα ή φόρεμα που χρησιμοποιούν οι αγαπημένοι τους, αναγνωρίζοντας τη λύρα έρχεται στη σκέψη τους και η μορφή του νεαρού στον οποίο ανήκει η λύρα. Αυτό λοιπόν είναι ανάμνηση. Όπως κάποιος που είδε τον Σιμμία θυμήθηκε τον Κέβη κτλ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ  Λοιπόν, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, δεν συμβαίνει  άραγε  να προξενείται  η ανάμνηση  και από τα όμοια και από τα ανόμοια;     Συμβαίνει.              Αλλά, όταν από τα όμοια ξαναφέρνει κάποιος στο νου του κάτι,  δεν είναι άραγε αναγκαίο να  σκέπτεται αν αυτό υστερεί ή όχι  ως προς την ομοιότητα από εκείνο που έφερε στο νου του;    Κατ’ ανάγκην, είπε.  Ερεύνησε λοιπόν αν αυτά έχουν ως εξής: Λέμε ότι  υπάρχει κάτι ίσο,  αυτό τούτο το ίσο, η ιδέα της ισότητας. Από πού το ξέρουμε;  Μήπως από ίσα ξύλα ή πέτρες;  Οι ίσες πέτρες και τα ξύλα  δεν φαίνονται στον έναν ίσα και στον άλλον όχι;          Βέβαια. - Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ισότητα σου φάνηκε ανισότητα;             Ουδέποτε, Σωκράτη. Άλλο τα ίσα πράγματα άλλο η ιδέα της ισότητας.  Αλλά μήπως από αυτά ακριβώς τα ίσα, είπε, που είναι διάφορα από εκείνο το ίσο,  δεν είναι που είχες συλλάβει και αποκτήσει τη γνώση εκείνου;  Αλήθεια λες, είπε.
 Άρα αναγκαστικά και εμείς πρέπει να έχουμε δει  το ίσο προηγουμένως, πριν από τη στιγμή που, αντικρίζοντας  για πρώτη φορά  τα ίσα πράγματα,  σκεφτήκαμε ότι όλα αυτά λαχταρούν να είναι όπως το ίσο, πλην όμως είναι ελλιπή σε σχέση με αυτό.
 Έτσι είναι. Το ίδιο ισχύει γι’ αυτό τούτο το ωραίο και αυτό τούτο το καλό  και το δίκαιο  και το όσιο  και γενικά, για όλα αυτά που σημαδεύουμε  με τη σφραγίδα «αυτό που όντως είναι αυτό».Συνεπώς, εμείς πρέπει  αναγκαστικά να τα γνωρίσαμε όλα αυτά προτού γεννηθούμε. Έτσι είναι.
Ο ΣΥΝΕΙΡΜΟΣ, Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ, Η ΥΠΑΡΞΗ ΙΔΕΩΝ, Η ΠΡΟΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ  Άρα επαναφέρουν στη μνήμη τους όσα έμαθαν  κάποτε;   Κατ’ ανάγκη.     Πότε έλαβαν οι ψυχές μας τη γνώση αυτών;  Όχι πάντως τη στιγμή  που γεννηθήκαμε άνθρωποι.      Κάθε άλλο.     Άρα πρωτύτερα.  Ναι.  Άρα, Σιμμία, υπήρχαν και πρωτύτερα οι  ψυχές, πριν να υπάρξουν υπό μορφή ανθρώπου, χωριστά από τα σώματα και διέθεταν σκέψη και γνώρισαν το ωραίο, το καλό κτλ.

ΑΛΛΗ ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ  –ΜΗΠΩΣ Η ΨΥΧΗ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΕΤΑΙ
Φαντάζομαι όμως ότι γι’ αυτό έχει πειστεί αρκετά, ότι δηλαδή η ψυχή μας υπήρχε προτού γεννηθούμε. Αν όμως  θα συνεχίζει να υπάρχει και αφού πεθάνουμε,  αυτό ούτε καν για μένα τον ίδιο δεν έχει αποδειχθεί, Σωκράτη, αλλά υπάρχει ακόμα μπροστά μας εκείνο που τώρα δα ανέφερε ο Κέβης, η γνώμη των πολλών, μήπως, την ώρα που πεθαίνει ο άνθρωπος, η ψυχή διασκορπίζεται και αυτό είναι το  τέλος της ύπαρξής της. Γιατί τι εμποδίζει  να γεννάται και να συγκροτείται ξεκινώντας  από κάποια άλλη αρχή  και να υπάρχει  προτού φτάσει  σε ανθρώπινο σώμα, πλην, αφού έρθει σε αυτό και απαλλαγεί από αυτό, να φτάνει και η ίδια στο τέλος της και να καταστρέφεται;
 Σωστά μιλάς, Σιμμία, είπε ο Κέβης. Γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει αποδειχθεί κατά κάποιο τρόπο μονάχα το μισό από αυτό που πρέπει, το ότι δηλαδή η ψυχή μας υπήρχε προτού γεννηθούμε εμείς. Πρέπει όμως επιπροσθέτως να αποδειχθεί ότι, ακόμα κι όταν πεθάνουμε, θα υπάρχει όχι λιγότερο απ’ ό,τι πριν γεννηθούμε, αν είναι να φτάσει στον σκοπό της η απόδειξη.
Ωστόσο είναι και τώρα αποδεδειγμένο, Σιμμία και Κέβη, είπε ο Σωκράτης, αν θέλατε να συνδυάσετε σε ένα επιχείρημα αυτό και εκείνο στο οποίο προηγουμένως συμφωνήσαμε, ότι δηλαδή καθετί που ζει  προέρχεται από αυτό που έχει ήδη πεθάνει. Γιατί, αν μεν υπάρχει η ψυχή και προηγουμένως και αν, από την άλλη, είναι ανάγκη γι’ αυτήν να έρθει στη ζωή και να γεννάται όχι από κάποια άλλη αρχή  αλλά από τον θάνατο και από την κατάσταση του θανάτου,  δεν θα ήταν αναγκαίο να υπάρχει  και όταν πεθάνει κάποιος,  αφού μάλιστα πρέπει  πάλι να γεννηθεί;  Είναι λοιπόν και τώρα αποδεδειγμένο αυτό ακριβώς που λέτε. Ωστόσο, μου δίνεις την εντύπωση, και συ και ο Σιμμίας, ότι ευχαρίστως  θα επεξεργαζόσαστε ακόμα πιο πολύ σε βάθος το επιχείρημα και ότι φοβάστε, όπως τα παιδιά, μήπως στ’ αλήθεια  ο άνεμος τη φυσά, καθώς αυτή βγαίνει από το σώμα, και τη διασκορπίζει, ιδίως μάλιστα αν τύχει  να πεθάνει κάποιος όχι με νηνεμία αλλά με δυνατόν αέρα.

ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ Η ΨΥΧΗ ΔΕΝ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΕΤΑΙ  

Ας ξανάρθουμε όμως στο θέμα αν σου αρέσει, είπε ο Κέβης. Ο Σωκράτης υπενθυμίζει πως μιλούν για την ψυχή. Το να διαχωριστεί και να διασκορπιστεί κάτι είναι στη φύση του συνθέτου αλλά το ασύνθετο δεν μπορεί να πάθει κάτι τέτοιο, να διαλυθεί. Όταν μιλάμε για την ουσία, λέει ο Σωκράτης, και μιλούμε για το είναι, και ρωτούμε κι απαντούμε, η ουσία είναι η ίδια με τον εαυτό της, έχει ταυτότητα, κατά ταυτά έχει, ή άλλοτε είναι αλλιώτικη και άλλοτε αλλιώτικη; Η ισότητα, το καλόν, επιδέχεται μεταβολή ή δεν δέχεται καμιά αλλοίωση.
Είναι η ίδια λέει ο Κέβης. Άλλο όμως τα ορατά πράγματα, τα ίσα, τα ωραία, που επιδέχονται μεταβολή κι άλλο η ιδέα της ισότητας, του καλού κτλ. Τα υλικά αντικείμενα τα παρατηρούμε με τις αισθήσεις, όμως τις ιδέες τις συλλαμβάνομε με τη διάνοια και το λογισμό και είναι αόρατες.
Την ίδια σχέση έχει και το σώμα με την ψυχή, το ένα ορατό, η άλλη αόρατη
Όταν λοιπόν η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα, για να εξετάζει τα ορατά με τις αισθήσεις τότε έλκεται από το σώμα στα υλικά και  ρέοντα και αλλάζοντα και μεθά και ιλιγγιά και ταράσσεται και πλανάται. Όταν όμως εξετάζει αυτή καθαυτήν, ανεβαίνει στο καθαρό και αθάνατο και αιώνιο και αμετάβλητο και ως συγγενική με αυτό παύει να πλανάται και αγγίζει τις ιδέες και αυτό το πάθημα της ψυχής ονομάζεται φρόνηση
Πράγματι..       Καλά κι αλήθεια όσα λες, Σωκράτη. Άρα η ψυχή ομοιάζει με τις ιδέες.
Και το σώμα; Με τα ορατά, τα υλικά, τα εδώ.
Κοίτα μάλιστα ότι η ψυχή όταν βρίσκεται με το σώμα, το εξουσιάζει και το διοικεί, Άρα η ψυχή όμοιο με το θεϊκό και το σώμα όμοιο με το θνητό. Το θείο εκ φύσεως άρχει και ηγεμονεύει και το θνητό εκ φύσεως να άρχεται και να δουλεύει.
Και κοίτα Κέβη, από όλα όσα είπαμε προκύπτει ότι, η ψυχή μοιάζει με τις ιδέες, με το θείο και αθάνατο και νοητό και μονοειδές- απλό, ενώ το σώμα μοιάζει με το ανθρώπινο, το θνητό, το πολυειδές και ανόητο και διαλυτό που δεν έχει ταυτότητα αλλά αλλάζει.Το σώμα διαλύεται ενώ η ψυχή μένει αναλλοίωτη. Και να ταριχευθεί το σώμα μένει για λίγο χρόνο όμως δεν μπορούμε να πούμε πως είναι αθάνατο.

ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ – ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ προς ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ
ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ, ΟΡΑΤΟ- ΑΟΡΑΤΟ,   ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ- ΘΕΙΚΟ

Η ψυχή όμως πάει όπου θέλει ο θεός, και εάν είναι καθαρή, και δεν κουβαλά τίποτε σωματικό μένει στον εαυτό της και μελετά αιώνια τούτο αφού πάει στο αιώνιο και άυλο και όμοιό της και αθάνατο και φρόνιμο και εκεί είναι ευτυχισμένη, απαλλαγμένη από τα ανθρώπινα κακά, όπως λέγεται για τους μυημένους ότι ζει με τους θεούς. Αν όμως είναι ακάθαρτη, και είναι προσηλωμένη στο σώμα και πιστεύει πως μόνα τα σωματικά είναι αληθινά, τότε σύρεται στον ορατό τόπο από φόβο του αοράτου και του Άδη και περιφέρεται περί τα μνήματα σαν φάντασμα και είναι ορατή Αυτές είναι οι ψυχές των φαύλων και τιμωρούνται για την προηγούμενη στενή συναναστροφή τους με το σώμα και περιτριγυρίζουν μέχρι να ξαναμπούν σε σώμα ανάλογο, γαστρίμαργοι, φιλοπότες, γίνονται γαϊδούρια, άδικοι και τύραννοι και άρπαγες μπαίνουν σε σώματα λύκων και γερακιών. Οι καλοί πολιτικοί οι σώφρονες και δίκαιοι που ήσαν έτσι εξ  έθους και όχι εκ φιλοσοφίας γίνονται μέλισσες και μυρμήγκια ή άνθρωποι μετρημένοι. Μόνο ο ορθά φιλοσοφήσας, που απέχει από τις σωματικές επιθυμίες, τη φιλοχρηματία, φιλομαθής, φτάνει στο γένος των θεών.

Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΠΟΡΕΊΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΤΕΡΟ ΒΙΟ      ΚΑΘΑΡΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ, ΑΚΑΘΑΡΤΗ- ΣΩΜΑΤΙΚΗ

Οι φιλοσοφούντες ευτυχισμένοι και στη ζωή γιατί καταλαβαίνουν ότι οι αισθήσεις και τα συναισθήματα  τους ξεγελούν, ευτυχισμένοι  και στο θάνατο, γιατί συνυπάρχουν με τις ιδέες και τους θεούς. Ο Σιμμίας όμως κι ο Κέβης επιθυμούν συνέχιση της συζήτησης. Ο Σωκράτης λυπάται γιατί δεν έπεισε τους φίλους του ότι βρισκόμενος κοντά στο θάνατο νιώθει ευτυχισμένος και τους υπενθυμίζει πως και οι κύκνοι κοντά στο θάνατο τραγουδούν το πιο ωραίο τους τραγούδι από χαρά κι όχι από λύπη.

Η ΨΥΧΗ ΑΡΜΟΝΙΑ   ΤΟ ΣΩΜΑ ΛΥΡΑ
Ο Σιμμίας παρομοιάζει το  σώμα με λύρα και την ψυχή με αρμονία. Η λύρα  και οι χορδές είναι το σωματικό και θνητό.  Η αρμονία είναι το αόρατο και θεϊκό. Αν πάθει κάτι η λύρα, το σωματικό, η αρμονία χάνεται. Επίσης, μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η ψυχή είναι η έκφραση της αρμονικής σύζευξης των στοιχείων του σώματος, (θερμό-ψυχρό, ξηρό- υγρό). Αν είναι έτσι, όταν το σώμα πάθει κάτι, θα χαθεί πρώτη η ψυχή ως αρμονία, ενώ το σώμα θα διαλυθεί αργότερα. 
Ας ακούσουμε όμως και τον Κέβη, λέει ο Σωκράτης, ίσως μας δοθεί χρόνος να σκεφτούμε τι να απαντήσουμε στον Σιμμία. Ακολουθεί ο Κέβης ο οποίος δηλώνει πως αποδείχτηκε αρκετά καλά πως η ψυχή προϋπάρχει, σύμφωνα με τη θεωρία της ανάμνησης και την αποδοχή της γενέσεως των αντιθέτων από τα αντίθετα. Δεν συμφωνήσαμε όμως στο πού βρίσκεται η ψυχή, όταν πεθάνει ο άνθρωπος.

Η ΨΥΧΗ ΥΦΑΝΤΗΣ     ΕΝΑ ΙΜΑΤΙΟ (ΣΩΜΑ)  ΙΣΩΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
 Ο Κέβης χρησιμοποιεί την εικόνα ενός υφαντή (ψυχή), που ύφανε πολλά ιμάτια (σώμα) και στο τέλος πέθανε κι αυτός. Έτσι κι η ψυχή, αφού έλιωσε πολλά σώματα, φθείρεται και χάνεται κι αυτή. Αν είναι έτσι, αυτός που έχει το τελευταίο σώμα, φοβάται, δικαίως, μήπως η ψυχή του χαθεί μια για πάντα.
ΣΥΓΧΥΣΗ
Ο Εχεκράτης ταράχτηκε από τη συζήτηση. Συνεχίζει την αφήγηση ο Φαίδων.
Ο Σωκράτης δέχτηκε τις αντιρρήσεις των ομιλητών, κατάλαβε όμως πόσο θορυβήθηκαν οι εκεί φίλοι του, γι’ αυτό και τους κάλεσε να παρακολουθήσουν τη συνέχεια και να εξετάζουν μαζί του το θέμα.
Εγώ λέει ο Φαίδων, καθόμουν πιο χαμηλά από το Σωκράτη, κι αυτός, παίζοντας με τα μαλλιά μου μου είπε, αύριο θα κόψεις αυτά τα ωραία μαλλιά, αν ο λόγος πεθάνει, ίσως όμως και να μην τα κόψεις, αν πείθεσαι στα όσα λέω.
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΤΟ ΛΟΓΟ                      ΟΧΙ ΜΙΣΟΛΟΓΟΙ (ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΙ)
Πρέπει όμως πρώτα να σεβόμαστε το λόγο. Και να έχουμε στο νου πως δεν είναι ο λόγος που φταίει, αλλά αυτός που τον χρησιμοποιεί άτεχνα. Γι’ αυτό, λέει απευθυνομενος στο Σιμμία και τον Κέβη, η αλήθεια πρέπει να ενδιαφέρει και όχι ο Σωκράτης. Αν λέω αλήθεια, συμφωνήστε, αν όχι διαφωνήστε.
.Γίνεται μια υπενθύμιση των όσων λέχθηκαν ως τώρα

..Ο Σιμμίας υπενθυμίζει ότι απιστεί στην αθανασία της ψυχής  και φοβάται μήπως η ψυχή, μολονότι καλύτερη και θειότερη του σώματος χάνεται πριν από αυτό όπως η αρμονία πριν από τη λύρα. Ο Κέβης υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι πολυχρονιότερη του σώματος, αλλά κανένας δεν ξέρει αν, αφού φθείρει πολλά σώματα, αφήνοντας το τελευταίο σώμα, καταστρέφεται κι αυτή, πράγμα που αποτελεί και τον όλεθρο της ψυχής. Οι δύο συνομιλητές  είπαν πως  άλλα από τα προλεχθέτα τα δέχονται κι άλλα δεν δέχονται. Ο Κέβης δέχεται την προϋπαρξη της ψυχής και την ανάμνηση το ίδιο ομολογεί και ο Σιμμίας.

Ο Σωκράτης εξετάζει πρώτα την αρμονία. Αυτή είναι κάτι σύνθετο που προέρχεται από τη μείξη των σωματικών, άρα τα σωματικά είναι πρώτα και  προϋπάρχουν της ψυχής. Αν είναι έτσι, ο Σιμμίας αντιφάσκει,  υποστηρίζοντας πως η ψυχή προϋπάρχει του σώματος και μάλιστα αποδέχεται την ανάμνηση.
Αν η ψυχή ήταν αρμονία, θα εξαρτιόταν από τα σωματικά, άρα δεν θα προϋπήρχε.
Δεν μπορεί να υπάρχει αρμονία αρρωστημένων σωματικών μερών, γιατί θα ήταν δυσαρμονία. Αν η ψυχή ήταν αρμονία, όλες οι ψυχές θα ήταν αγαθές. Αν η ψυχή ήταν αρμονία των σωματικών, θα ακολουθούσε το σώμα και δεν θα το καθοδηγούσε.
Όμως η ψυχή καθοδηγεί το σώμα, απόδειξη ο Όμηρος, που βάζει τον Οδυσσέα να λέγει [94e] τέτλαθι δή, κραδίη· κα κύντερον λλο ποτ τλης. [μ. δύσσεια υ 17]
κράτα καρδιά μου, έπαθες κάποτε και χειρότερα. Ο  Όμηρος πιστεύει πως η ψυχή οδηγεί και δεσπόζει και είναι θεϊκόν τι παρά αρμονία. Ο Σιμμίας αποδέχεται ως ορθές τις παρατηρήσεις του Σωκράτη.                   

Ας πάρουμε τώρα τον Κέβη.
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ -   Ο ΝΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

Ο Σωκράτης προτιμά να απαντήσει με την προσωπική του εμπειρία στα της φιλοσοφίας. Στην αρχή λέει ενθουσιάστηκε με τους φυσικούς φιλόσοφους, γιατί νόμιζε πως θα γνωρίσει την αιτία των όντων, όταν όμως είδε πως τα αίτια ήταν μηχανικά, θερμό, ψυχρό κτλ. απογοητεύτηκε. Όταν άκουσε τον Αναξαγόρα να μιλά για το νου που διακοσμεί τα πάντα, πίστεψε πως ήταν σωστή η θεωρία του, και πως αν είναι έτσι, τότε ο νους θα βάζει κάθε τι στη θέση που είναι καλύτερο γι’ αυτό. Αν λοιπόν κάποιος ψάχνει να βρει την αιτία γιατί γίνεται ή χάνεται κάτι ή υπάρχει, να βρει ποιο είναι το καλύτερο γι’ αυτό. Αρα ο άνθρωπος πρέπει να ψάχνει να βρίσκει ποιο είναι το άριστο για κάθε τι αλλά και πρέπει να ξέρει και ποιο είναι το χείριστο. Νόμιζε λοιπόν πως βρήκε δάσκαλο, συνέχισε τη μελέτη των βιβλίων του Αναξαγόρα αλλά απογοητεύτηκε, γιατί ο Αναξαγόρας χρησιμοποιούσε άλλες αιτίες. Και μου φάνηκε, λέει , πως έπαθε το ίδιο με κάποιον που λέει πως ο Σωκράτης ό, τι πράττει το πράττει με το νου, και έπειτα όταν προχωρήσει και ζητήσει τις αιτίες της καθεμιάς πράξης λέγει ότι τώρα ο Σωκράτης κάθεται εδώ γιατί το σώμα του αποτελείται από οστά και νεύρα και τα μεν οστά είναι στερεά όχι όμως τα νεύρα και περιγράφει οστά και νεύρα και τη λειτουργία τους, δεν λέει όμως την πραγματική αιτία ότι επειδή οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν και ο ίδιος το θεώρησε δίκαιο, κάθεται τώρα εδώ και υφίσταται την τιμωρία που του επέβαλαν. Γιατί αν τα νεύρα του και τα οστά του ήθελαν το καλύτερο γι’ αυτά, τώρα θα ήταν στα Μέγαρα και στη Βοιωτία. Αυτός όμως θεώρησε δικαιότερο και καλύτερο να μένει πιστός στα της πόλης.
Βέβαια χωρίς νεύρα και οστά δεν μπορεί να κάμει ό, τι αποφασίζει, αλλά επειδή εκλέγει το καλύτερο, τούτο δεν οφείλεται στα οστά και στα νεύρα. Το πραγματικό αίτιο άρα είναι άλλο από το φαινομενικό, γι’ αυτό και άλλοι υποστηρίζουν άλλα για τη γη και την κίνησή της, δεν ψάχνουν όμως να βρουν ποια δύναμη έκαμε τα πράγματα να είναι έτσι, παρά μυθολογούν και δεν συνδέουν το αγαθό με το δυνατό. Αν όμως υπήρχε κάποιος δάσκαλος αυτού του ειδους της αιτίας με ευχαρίστηση θα γινόμουν μαθητής του. Κι επειδή στερήθηκα από αυτή τη γνώση και δεν μπορούσα ούτε μόνος να βρω ούτε από άλλον να μάθω, έκαμα τον δεύτερο πλου.
Κι επειδή δεν ήθελα να πάθω όπως αυτοί που βλέπουν με γυμνό μάτι έκλειψη ηλίου και τυφλώνονται, έτσι και γώ, σταμάτησα να βλέπω τα πράγματα με τις αισθήσεις.
Θεώρησα λοιπόν καλύτερο να καταφύγω στους λόγους και εκεί να εξετάζω την αλήθεια των όντων. Όταν κρίνω ότι ο λόγος είναι δυνατότατος, συμφωνώ μ’ αυτόν και θεωρώ ότι τα πράγματα είναι αληθή. Και για την αιτία και για τα άλλα όλα. Όταν δεν συμφωνώ, τα θεωρώ αναληθή.

Αρχίζω με την υπόθεση ότι υπάρχει κάτι καλό αυτό καθ’ αυτό και αγαθό και μέγα και όλα τα άλλα. Αν πιστεύεις και συμφωνείς μαζί μου πως υπάρχουν αυτά, ελπίζω πως θα σου αποδείξω από αυτά την αιτίαν και ότι θα βρούμε ότι η ψυχή είναι αθάνατος.  Πρώτα, λέγω ότι όταν κάτι λέμε ότι είναι ωραίο, αυτό μετέχει της ιδέας του ωραίου. Το μεγάλο γιατί μετέχει της ιδέας του μεγάλου και το δύο της δυάδος.
Πρέπει όμως να διακρίνουμε την ιδέα από τα πράγματα. Η ιδέα του μεγάλου εκφράζει πάντα το μεγάλο και του μικρού πάντα το μικρό. Αν εξετάζουμε τα πράγματα ένας άνθρωπος μπορεί να είναι μεγάλος σε σύγκριση με έναν άλλο ή μικρός σε σύγκριση με άλλον. Το ίδιο όπως ελέχθη στην αρχή του διαλόγου, ότι το μεγάλο προέρχεται από το μικρό και από το μικρό το μεγάλο. Αυτά ισχύουν για τα πράγματα, όχι για τις ιδέες. Η ιδέα δεν μπορεί να είναι αντίθετη με τον εαυτό της. Αν καταλάβουμε τη διάκριση ιδέας πραγμάτων τότε μπορούμε να προχωρήσουμε.  Απάντησε λοιπόν, συνέχισε εκείνος,  ποιο είναι αυτό που παρουσιαζόμενο στο σώμα,  θα το κάνει να είναι ζωντανό;      Η ψυχή, απάντησε.   Και έτσι είναι πάντοτε;  Πως μπορώ να το αρνηθώ; είπε εκείνος.  Οτιδήποτε επομένως κι αν έχει στην κατοχή της η ψυχή, το έχει πάντοτε πλησιάσει φέρνοντάς του ζωή;   Και βέβαια..     Τι από τα δυο λοιπόν συμβαίνει;    Υπάρχει κάτι αντίθετο στη ζωή ή όχι;            Υπάρχει.     Ποιο;   Ο θάνατος.      Επομένως η ψυχή ποτέ δεν θα  δεχτεί το αντίθετο από κείνο που καθ’ αυτή φέρει πάντοτε μέσα της, όπως έχουμε συμφωνήσει με βάση τα προηγούμενα.         Οπωσδήποτε, είπε ο Κέβης. Όπως το μουσικό δεν δέχεται το άμουσο και το δίκαιο δεν δέχεται το άδικο, έτσι και η ζωηφόρος ψυχή δεν δέχεται τον θάνατο, άρα είναι αθάνατη. Και ανώλεθρη, γιατί όταν την πλησιάζει ο θάνατος δεν θα πεθαίνει ως ζωηφόρος, όπως δεν φθείρονται οι ιδέες, το δίκαιο, το ίσο κτλ.

Ωστόσο, είπε ο Σιμμίας, ούτε κι εγώ έχω πια λόγο να αμφιβάλλω, με βάση τουλάχιστον όσα λέγονται. Το μέγεθος όμως των θεμάτων για τα οποία συζητάμε και η  περιφρόνηση που νιώθω για την ανθρώπινη αδυναμία με αναγκάζουν να διατηρώ  ακόμα μέσα μου κάποια αμφιβολία για όσα έχουν ειπωθεί.

Η ΨΥΧΗ ΖΩΟΠΟΙΕΙ, ΑΡΑ ΖΩΗ, ΑΡΑ ΑΘΑΝΑΤΗ, ΑΝΩΛΕΘΡΗ, ΑΙΩΝΙΑ όπως ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΤΛ

Το εξής τουλάχιστον φίλοι μου, είπε, είναι σωστό να συλλογιστούμε: Αν βέβαια είναι αθάνατη η ψυχή, χρειάζεται τη φροντίδα μας όχι μόνο για τον χρόνο που διαρκεί ό,τι αποκαλούμε «ζω», αλλά για το σύνολο του χρόνου, γιατί από δω και πέρα ο κίνδυνος θα ήταν φοβερός να αμελήσει κάποιος  την ψυχή. Αν βέβαια ο θάνατος  ήταν απαλλαγή από τα πάντα,  θα αποτελούσε ανέλπιστο  δώρο για τους κακούς που, πεθαίνοντας, ταυτόχρονα με το σώμα, απαλλάσσονται και από την κακία τους μαζί με την ψυχή. Στην πραγματικότητα όμως,  από τη στιγμή που η ψυχή φαίνεται αθάνατη, δεν υπάρχει γι’ αυτήν καμιά άλλη δυνατότητα να ξεφύγει από τα κακά και να σωθεί από το να γίνεται  όσο το δυνατόν καλύτερη και φρονιμότερη. Η ψυχή, βλέπετε, έρχεται στον Άδη χωρίς να έχει μαζί της τίποτε άλλο πέρα από την παιδεία και την ανατροφή της, αυτά δηλαδή που τα μέγιστα, όπως λέγεται, ωφελούν ή βλάπτουν αυτόν που τελεύτησε ήδη από το ξεκίνημα της πορείας του προς τα εκεί.

Και καταπώς λέγεται, μόλις πεθάνει κάθε άνθρωπος,  ο δαίμων του καθενός, αυτό ακριβώς  που του έχει λάχει όσο ζούσε,  αναλαμβάνει να τον μεταφέρει σε ένα τόπο, όπου πρέπει να συγκεντρωθούν όλοι για να περάσουν από δίκη κι έπειτα να πορευτούν προς τον Άδη με οδηγό εκείνον που έχει ταχθεί να τους περάσει από δω προς τα εκεί. Αφού λοιπόν τους δοθεί η τύχη που τους πρέπει και παραμείνουν όσο χρόνο χρειάζεται, ένας άλλος πάλι οδηγός τους φέρνει προς τα εδώ,  μετά από πολλές και μακρές χρονικές περιόδους. Συνεπώς η πορεία δεν είναι όπως λέει ο Τήλεφος του Αισχύλου. Εκείνος λέει ότι απλή είναι η ατραπός που φέρνει στον Άδη, εμένα όμως δεν μου φαίνεται πως είναι ούτε απλή ούτε μία, γιατί τότε δεν θα χρειαζόταν  καν οδηγούς, εφόσον δεν θα μπορούσε κανείς να ξεστρατίσει, αν η οδός ήταν μία. Στην πραγματικότητα  λοιπόν φαίνεται πως έχει και σταυροδρόμια και τρίστρατα πολλά. Και μιλώ με βάση τις ενδείξεις από τις ιερές τελετές και τα έθιμα. Η ψυχή λοιπόν που διαθέτει ευπρέπεια και φρόνηση  ακολουθεί υπάκουα και δεν αγνοεί τι της συμβαίνει. Εκείνη όμως που είναι παθιασμένη με το σώμα βρίσκεται για πολύ χρόνο σε έξαψη σχετικά με το σώμα και τον ορατό τόπο, και μετά  από πολλή αντίσταση και πολλές δοκιμασίες, με καταναγκασμό και με δυσκολία, προχωρεί, οδηγημένη από τον δαίμονα που την έχει αναλάβει. Όταν φθάνει εκεί όπου είναι ήδη οι άλλες,  την ακάθαρτη ψυχή που έχει κάνει κάτι κακό, που έχει αγγίξει αίμα  άδικα ή έχει διαπράξει  ανάλογα εγκλήματα, τα οποία να είναι αδέλφια των άλλων και έργα αδελφών ψυχών,  ο καθένας την αποφεύγει και απομακρύνεται από αυτήν και δεν θέλει να γίνει ούτε συνταξιδιώτης ούτε  οδηγός της,  κι αυτή περιπλανιέται και δεν ξέρει  πού να πάει,  μέχρις ότου συμπληρωθούν κάποιοι χρόνοι,  που, όταν έρθουν, από την ανάγκη οδηγείται στη διαμονή που της πρέπει. Εκείνη αντίθετα που πέρασε τη ζωή μέχρι τέλους αγνή και μετρημένη και έτυχε να έχει συνταξιδιώτες και οδηγούς τους θεούς, κατοικεί αμέσως η κάθε μια στον τόπο που της ταιριάζει. Και είναι πολλοί και θαυμαστοί οι τόποι  της γης, κι η ίδια η γη  δεν είναι ούτε όπως  ούτε όση τη νομίζουν εκείνοι που συνήθως μιλούν γι’ αυτήν, όπως εγώ πιστεύω απ’ όσα μου έχει πει κάποιος.

 Ο Σωκράτης ακολούθως περιγράφει α. τον ουρανό, το αληθινό φως, β, τη γη με τις ομορφιές της, και το σύμπαν, όπως θα το έβλεπε από ψηλά, γ.τον κάτω κόσμο, τους ποταμούς που οδηγούν σ’ αυτόν κτλ. τέσσερα ρεύματα, από τα οποία το μεγαλύτερο, αυτό που ρέει στον έξω κύκλο, είναι ο αποκαλούμενος Ωκεανός. Ακριβώς απέναντι από αυτόν κυλάει κατά την αντίθετη φορά ο Αχέρων,  και καταλήγει στη λίμνη Αχερουσιάδα. Εκεί φτάνουν οι ψυχές  των περισσότερων  πεθαμένων και, αφού μείνουν τις ορισμένες γι’ αυτές,  χρονικές περιόδους, και που είναι για άλλες μακρύτερες και για άλλες βραχύτερες, στέλνονται πάλι από εκεί προς τις ζωικές γενέσεις. Ένας τρίτος ποταμός πηγάζει ανάμεσά τους φτάνει  στις άκρες της Αχερουσιάδας λίμνης, χύνεται πιο κάτω από τον Τάρταρο. Αυτός είναι ο ποταμός που τον αποκαλούν Πυριφλεγέθοντα. Απέναντι, τέταρτος ποταμός, που αποκαλούν Στύγιο και τη λίμνη, που δημιουργεί ο ποταμός εκβάλλοντας εκεί, Στύγα, αφού διαγράψει κύκλο, χύνεται στον Τάρταρο, απέναντι από τον Πυριφλεγέθοντα. Το όνομά του είναι, κατά πως λένε οι ποιητές Κωκυτός.
Εδώ στη γη τα πάντα είναι κατεστραμμένα, ενώ ο μυθικός κόσμος που περιγράφει είναι τέλειος.
Τέτοια είναι η φύση αυτών των ποταμών. Όταν λοιπόν φτάνουν  οι πεθαμένοι στον τόπο που φέρνει  ο δαίμων  τον καθένα, πρώτα απ’ όλα περνούν από δίκη, τόσο εκείνοι που έζησαν  μια ωραία και όσια ζωή όσο και οι άλλοι. Όσοι κριθούν  ότι έχουν ζήσει μετρημένα, αφού πορευτούν προς τον Αχέροντα κι επιβιβαστούν στις βάρκες που τους περιμένουν, φτάνουν  πάνω σε αυτές στη λίμνη. Εκεί κατοικούν, εξαγνίζονται και, πληρώνοντας τις τιμωρίες, απαλλάσσονται από τα αδικήματα, αν κάποιος είχε αδικήσει, ή ανταμείβονται  με τιμές για τις καλές τους πράξεις,  ανάλογα με την αξία του ο καθένας. Όσων όμως  η κατάσταση κριθεί ανίατη, εξαιτίας των μεγάλων τους αμαρτημάτων,  η μοίρα που τους ταιριάζει τους ρίχνει στον Τάρταρο, απ’ όπου  δεν βγαίνουν ποτέ πια. Όσοι όμως κριθούν ότι έχουν διαπράξει ιάσιμα βέβαια, πλην όμως  μεγάλα αδικήματα, αλλά έζησαν  την υπόλοιπη ζωή τους με μεταμέλεια, αυτοί βέβαια  είναι ανάγκη να πέσουν στον Τάρταρο. Αφού όμως πέσουν  και μείνουν εκεί ένα χρονικό διάστημα, τους εκβράζει  το κύμα, άλλους στον Κωκυτό, άλλους στον Πυριφλεγέθοντα. Όταν πια μεταφερθούν και φτάσουν στο ύψος της λίμνης Αχερουσιάδας, εδώ φωνάζουν δυνατά  και καλούν, οι πρώτοι αυτούς που σκότωσαν, οι άλλοι εκείνους τους οποίους προσέβαλαν κι αδίκησαν. Αφού τους καλέσουν, τους ικετεύουν. Και παρακαλούν να τους αφήσουν  να περάσουν στη λίμνη και να τους υποδεχτούν. Αν βέβαια τους πείσουν, περνούν και τελειώνουν τα βάσανά τους. Αλλιώς μεταφέρονται πάλι στον Τάρταρο, από εκεί πάλι στους ποταμούς και δεν σταματούν να τραβούν αυτά τα πάθη προτού πείσουν εκείνους που αδίκησαν. Διότι αυτή  είναι ποινή που τους επιβλήθηκε από τους δικαστές. Όσοι τέλος κριθούν  ότι έχουν ζήσει με ξεχωριστή ευλάβεια, αυτοί ελευθερώνονται από τούτους εδώ τους επίγειους τόπους, τα δεσμωτήρια, ξεφεύγουν και φθάνουν ψηλά στον καθαρό τόπο διαμονής και κατοικούν στην επιφάνεια της γης. Από τούτους πάλι όσοι εξαγνίστηκαν όσο έπρεπε με τη φιλοσοφία ζουν τελείως  χωρίς σώματα  τον υπόλοιπο χρόνο και φτάνουν σε τόπους διαμονής ακόμα πιο ωραίους από των άλλων, τόπους που ούτε είναι εύκολο να περιγράψω ούτε υπάρχει αρκετός χρόνος τώρα δα.

Αποβλέποντας λοιπόν σε αυτά που δια μακρών  αναφέραμε, Σιμμία,  πρέπει να κάνουμε το παν  ώστε σε τούτη τη ζωή να μετέχουμε στη αρετή και τη φρόνηση, γιατί ωραίο είναι το έπαθλο κι η ελπίδα μεγάλη.

Το να επιμένει κανείς βέβαια ότι τα πράγματα έχουν όπως εγώ περιέγραψα δεν ταιριάζει σε άνθρωπο που έχει μυαλό. Ότι όμως αυτά ή παρόμοια ισχύουν  για τις ψυχές μας και τους τόπους διαμονής τους (εφόσον  βέβαια η ψυχή  είναι,  απ’ ό,τι φαίνεται, αθάνατη) είναι, κατά την άποψή μου, κάτι που πρέπει  και αξίζει να διακινδυνεύσει κανείς πιστεύοντας  ότι έτσι έχουν τα πράγματα – ωραίος είναι ο κίνδυνος αυτός – και χρειάζεται να επαναλαμβάνει  σαν επωδό στον εαυτό του αυτά. Τούτος βέβαια είναι κι ο λόγος που τραβάω  σε μάκρος τον μύθο. Χάρη λοιπόν στην πίστη αυτή, πρέπει να μη φοβάται  για την ψυχή του ο άνθρωπος  που στη ζωή του δεν λογάριαζε τις σωματικές ηδονές και τους στολισμούς που όχι μόνον του είναι ξένοι, αλλά, όπως φρονεί, φέρνουν μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα,  ενώ αντίθετα φρόντιζε ιδιαιτέρως για τις απολαύσεις που έχουν σχέση με τη μάθηση. Αυτός, που στόλισε την ψυχή του όχι με ξένο αλλά με τον δικό της στολισμό, με σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ανδρεία, ελευθερία κι αλήθεια, περιμένει έτοιμος να αρχίσει  την πορεία προς τον Άδη. Εσείς, βέβαια, Σιμμία, Κέβη κι οι άλλοι, κάποια στιγμή αργότερα θα πάρετε τον δρόμο. Εμένα όμως  ήδη με καλεί, που θα έλεγε κι ένας τραγικός ήρωας, η ειμαρμένη. Ήρθε λοιπόν πια η ώρα να πάω για λουτρό,  γιατί είναι καλύτερα θαρρώ να πλυθώ μόνος μου προτού πιω το δηλητήριο και να μη βάζω τις γυναίκες σε μπελάδες να πλένουν το νεκρό μου.
με;
 Αυτά ακριβώς που λέω πάντα, Κρίτωνα, δεν έχω να πω  τίποτα καινούργιο. Φροντίζοντας και δουλεύοντας τον εαυτό σας, χάρη θα κάνετε σε μένα, σε ό,τι αφορά  και στους εαυτούς σας, έστω κι αν δεν δεσμευτείτε τώρα.  Αν αντίθετα αμελείτε τους εαυτούς σας και δεν θέλετε να ζείτε στα χνάρια, σαν να λέμε, όσων ειπώθηκαν μόλις αλλά και στο  παρελθόν,  ακόμα κι αν αναλάβετε τώρα σοβαρές και πολλές δεσμεύσεις, δεν θα προχωρήσετε ούτε βήμα.  Θα βάλουμε τα δυνατά μας, είπε, να τα εφαρμόσουμε.

Εσένα όμως πως πρέπει να σε θάψουμε;  Όπως σας αρέσει, είπε, αρκεί να με πιάσετε και να μη σας ξεφύγω. Και γελώντας γλυκά, έστρεψε το βλέμμα σε μας και είπε: Δεν μπορώ, φίλοι μου, να πείσω τον Κρίτωνα ότι εγώ εδώ είμαι ο Σωκράτης, αυτός που συζητά αυτή τη στιγμή και βάζει σε τάξη τα λόγια του. Αντίθετα φαντάζεται ότι είμαι εκείνος που θα αντικρίσει λίγο αργότερα νεκρό και ρωτά πώς να με θάψει. Ό,τι εγώ επαναλάμβανα συνέχεια εδώ και ώρα, ότι δηλαδή, αφού πιω το δηλητήριο, δεν θα μείνω πια κοντά σας,  αλλά θα φύγω για την ευδαιμονία που ζουν, φαντάζομαι, οι μακάριοι, είναι γι’ αυτόν, θαρρώ, κούφια  λόγια, παρηγοριές για σας  και συνάμα για τον εαυτό μου. Εγγυηθείτε λοιπόν για μένα στον Κρίτωνα, είπε, το αντίθετο απ’ αυτό που ο ίδιος εγγυήθηκε στους δικαστές – γιατί αυτός εγγυήθηκε  ότι σίγουρα θα παραμείνω. Εσείς ωστόσο εγγυηθείτε του ότι σίγουρα δεν θα παραμείνω όταν πεθάνω,  αλλά θα φύγω μακριά, ώστε να το αντέξει… Γιατί να ξέρεις, συνέχισε,  καλέ μου Κρίτωνα,  το να μη μιλάει κάποιος σωστά  δεν είναι απλώς σφάλμα απέναντι στη γλώσσα,  αλλά κάνει κακό και στις ψυχές. Πρέπει λοιπόν να μη λιποψυχείς, να λες  ότι θάβεις το σώμα μου και να το θάβεις όπως σου αρέσει κι όπως σου φαίνεται σύμφωνο με την παράδοση.
                                                          *********
Αφού είπε αυτά, σηκώθηκε και πήγε  σε κάποιο άλλο δωμάτιο για να πλυθεί. Ο Κρίτων  τον ακολούθησε.Περιμέναμε συζητώντας  μεταξύ μας για ό,τι είχε ειπωθεί κι εξετάζοντας το ακόμα μια φορά.  Πιστεύαμε ειλικρινά ότι ήταν σαν  να χάναμε τον πατέρα και θα μέναμε στην υπόλοιπη ζωή μας ορφανοί. Αφού πλύθηκε και δέχτηκε κοντά του τα παιδιά (είχε δυο μικρά αγόρια κι ένα μεγάλο), έφτασαν  οι συγγένισσές του. Συζήτησε μαζί τους μπροστά στον Κρίτωνα και τους έδωσε συμβουλές. Έπειτα  είπε να φύγουν οι γυναίκες και τα παιδιά κι ήρθε κοντά μας.  Ο ήλιος κόντευε κιόλας να δύσει. Ήρθε λοιπόν, κάθισε κι από κει και πέρα δεν είπε πολλά.  Κάποια στιγμή έφτασε ο υπάλληλος των Έντεκα και είπε:  Σωκράτη, εσένα τουλάχιστον  δεν έχω να σου καταλογίσω ό,τι καταλογίζω στους άλλους που τα βάζουν μαζί μου και με καταριούνται. Για σένα είχα όλο αυτό το διάστημα και άλλες φορές, την ευκαιρία να καταλάβω ότι είσαι ο ανώτερος, ο πιο μειλίχιος και καλός άνθρωπος απ’ όσους ήρθαν ποτέ εδώ μέσα. Λοιπόν – ξέρεις τι ήρθα να σου αναγγείλω – γειά σου και προσπάθησε ν’ αντέξεις  όσο μπορείς πιο εύκολα το αναπόφευκτο. Εκείνη τη στιγμή δάκρυσε,  έκανε  στροφή και απομακρύνθηκε.          Ο Σωκράτης, κοιτάζοντας προς το μέρος του, είπε: Γεια σου και σένα. Όσο για μας,  θα ακολουθήσουμε όσα  μας είπες.  Και γυρίζοντας προς εμάς:  Τι λεπτούς τρόπους, είπε, έχει αυτός ο άνθρωπος. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου ερχόταν να με δει και συζητούσε πότε πότε μαζί μου. Εξαιρετικός άνθρωπος... Και τώρα  με πόση ευγένεια με αποχαιρετά  με δάκρυα. Εμπρός λοιπόν, Κρίτωνα, ας συμμορφωθούμε με όσα είπε, κι ας φέρει κάποιος το δηλητήριο, αν είναι τριμμένο. Αλλιώς ας το τρίψει αυτός που θα μου το δώσει.      Και ο Κρίτων: ο ήλιος είναι ακόμη πάνω στα βουνά και δεν έχει δύσει τελείως.  Μην επείγεσαι λοιπόν. Υπάρχει  ακόμα χρόνος.
 Κι ο Σωκράτης: Φαντάζομαι ότι τίποτα δεν κερδίζω  να το πιω λίγο αργότερα, πέρα απ’ το να είμαι για γέλια,  που κολλάω  έτσι στη ζωή  και προσπαθώ να την εξοικονομήσω, τη στιγμή που δεν μου απομένει πια καθόλου. Εμπρός λοιπόν.
 Μετά απ’ αυτά, ο Κρίτων  έκανε νόημα στον δούλο που στεκόταν δίπλα.  Εκείνος βγήκε και γύρισε  μετά από λίγο μαζί μ’ αυτόν ο οποίος επρόκειτο να του δώσει  το δηλητήριο, που το έφερνε τριμμένο μέσα σε μια κύλικα.          Όταν  τον είδε ο Σωκράτης:  Εντάξει, καλέ μου άνθρωπε, είπε,  εσύ που ξέρεις απ’ αυτά, τι πρέπει να κάνω;            Τίποτε άλλο, απάντησε αυτός, παρά να το πιείς και να κάνεις μια βόλτα, μέχρι να νιώσεις βάρος στα πόδια, έπειτα να ξαπλώσεις. Αυτό θα κάνει έτσι τη  δουλειά του.  Λέγοντας αυτά, έτεινε την κύλικα στον Σωκράτη.
 Κι εκείνος την πήρε πολύ γαλήνιος. Κοιτάζοντας λοξά προς το μέρος του ανθρώπου με το συνηθισμένο ταυρίσιο βλέμμα του: Τι νομίζεις;  είπε. Με τούτο το ποτό επιτρέπεται να κάνουμε σπονδή σε κάποιον θεό ή όχι;    Σωκράτη, απάντησε αυτός, τρίβουμε ακριβώς όσο υπολογίζουμε ότι χρειάζεται για να πιεί κανείς.
 Καταλαβαίνω, είπε εκείνος. Επιτρέπεται ωστόσο  και επιβάλλεται, φαντάζομαι,  να δεηθώ στους θεούς να έχει αίσιο τέλος η μετοίκηση από εδώ προς τα εκεί.  Δέομαι λοιπόν,  και είθε να γίνει έτσι.           Αφού είπε αυτά, το ήπιε με μιας μέχρι την τελευταία σταγόνα.

 Όταν τον είδαμε να πίνει, δεν μπορούσαμε άλλο. Και μένα ακόμα, με πήραν επί τόπου τα δάκρυα και,  καλύπτοντας το πρόσωπο, έκλαιγα  με την ψυχή μου για μένα – όχι για εκείνον,  αλλά για την τύχη μου,  που θα έχανα έναν τέτοιο σύντροφο. Ο Κρίτων μη καταφέρνοντας να συγκρατήσει τα δάκρυα, σηκώθηκε να βγει. Κι ο Απολλόδωρος, άρχισε να μουγκρίζει.                       Κι εκείνος: Τι είναι αυτά που κάνετε, καλοί μου άνθρωποι; Εγώ έδιωξα τις γυναίκες κυρίως γι’ αυτό, για να μην παρεκτραπούν σε τέτοια πράγματα. Έχω ακούσει μάλιστα ότι πρέπει να τελειώνει κανείς με ευχές και καλά λόγια. Ησυχάστε λοιπόν και φανείτε δυνατοί.         Κι εμείς, όταν τον ακούσαμε, νιώσαμε ντροπή και συγκρατήσαμε τα δάκρυα.
Εκείνος, αφού έκανε μια βόλτα, επειδή, είπε, βάρυναν τα πόδια του, ξάπλωσε ανάσκελα – γιατί έτσι του συνέστησε ο άνθρωπος, που συνάμα τον έπιανε κι εξέταζε κάθε λίγο τις πατούσες και τα πόδια του. Έπειτα, αφού πίεσε δυνατά την πατούσα του, τον ρώτησε αν το αισθανόταν. Εκείνος είπε όχι. Στη συνέχεια τις κνήμες κι ανεβαίνοντας προς τα πάνω μας έκανε να καταλάβουμε ότι πάγωνε  κι ότι η ακαμψία είχε αρχίσει. Τον έπιασε πάλι κι είπε ότι όταν φτάσει  μέχρι την καρδιά, τότε θα φύγει ο Σωκράτης.          Ήδη είχε αρχίσει να παγώνει  το σώμα του γύρω από το υπογάστριο. Κι εκείνος αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του, - το είχε ήδη καλύψει μ’ ένα μαντήλι – είπε – το τελευταίο που βγήκε από το στόμα του: Χρωστάμε, Κρίτωνα, ένα κόκορα στον Ασκληπιό. Να του τον δώσετε,  μην το αμελήσετε.             Εντάξει, είπε ο Κρίτων. Μήπως θες τίποτε άλλο;  Στην ερώτηση του Κρίτωνα δεν απάντησε πια.  Μετά από λίγο όμως σάλεψε,  κι ο άνθρωπος  τον ξεσκέπασε. Εκείνος είχε στυλώσει το βλέμμα. Βλέποντάς τον ο Κρίτων, του έκλεισε το στόμα και τα μάτια.        Αυτό, ήταν, Εχεκράτη, το τέλος του συντρόφου μας,  ενός ανθρώπου που, όπως θα λέγαμε εμείς,  ήταν, απ’ όσους μας δόθηκε να γνωρίσουμε, ο καλύτερος του καιρού του, ο πιο φρόνιμος και δίκαιος.
                                                                        ΤΕΛΟΣ


ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ 


ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής)
1.      Επικός διάλογος, Φαίδων Εχεκράτης Φλιούς.
Δήλος, ιερό πλοίο, θρησκευτικό γεγονός, Απόλλων, γνώθι σαυτόν, ο σοφότερος. Συναισθήματα παρόντων, Παρόντες, Σιμμίας Κέβης Πλάτων απών. Προηγούμενες μέρες, τη μέρα που έλυσαν οι 11 τα δεσμά. Ξανθίππη.
Σ. το λυπηρό ακολουθείται από το ευχάριστο. Αίσωπος.
Κ. ποιήματα- όνειρα, μουσικήν ποίει- ο ποιητής ποιεί μύθους  ο Εύηνος ας ακολουθήσει όχι με αυτοκτονία. Σώμα –φυλακή, προστάτες θεοί. Τότε γιατί βιάζεται να πάει στον άλλο κόσμο;  Ανάγκη απολογίας.
(Διάλειμμα, η δράση του φαρμάκου)-   Η πορεία του διαλόγου εκ των κάτω προς τα άνω- βιολογικά, συναισθηματικά, θρησκευτικά, λόγος αντίλογος, πράγματα ιδέες   Λόγος- μύθος
2.      Οι φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι.Θάνατος= χωρισμός ψυχής από σώμα  (αισθήσεις). Η ψυχή μόνη να δει την αλήθεια Ιδέα. Κάθαρση από αισθήσεις, καθαρμός διάνοιας στην παρούσα ζωή για να αξιωθεί να συνεχίσει μετά θάνατο.
3.      Αντίρρηση Κε. Μήπως η ψυχή σκορπίζεται; Επιχείρημα: Η γέννηση εκ των αντιθέτων, ο κύκλος. Επιχείρημα συμπληρωματικό Κ. Η ανάμνηση: γεωμετρικά σχήματα, αντικείμενο-πρόσωπο, πρόσωπο-πρόσωπο, πράγμα –ιδέα ισότητας
4.      Αντίρρηση Σι. Μπορεί να προϋπάρχει αλλά ημικύκλιο. Μετά θάνατο χάνεται. Άλλη η αρχή της.
Σω. Συνδυασμός κύκλου και ανάμνησης. Αλλά ανάγκη εμβάθυνσης.
Σύνθετο και απλό. Πράγμα-ιδέα. Ύλη-πνεύμα, θεϊκό. Καθαρή ψυχή- αθάνατη,
Ακάθαρτη ψυχή- μνήματα, φαντάσματα. (επάνοδος σε γαϊδούρια, μέλισσες, άλλη όμως θεϊκή) Η πορεία της ψυχής ανάλογη με τον πρότερο βίο.
5.      Αντίρρηση Σι. Εικόνα, παρομοίωση. Λύρα σώμα και αρμονία ψυχή. Σπάζει η λύρα;
Κεβ. Η ψυχή προϋπάρχει, δεκτόν. Πού όμως βρίσκεται μετά θάνατον;
        Άλλη παρομοίωση. Υφαντής ψυχή, ιμάτιο σώμα.
(Σύγχυση. Διάλειμμα-μαλλιά Φαίδωνος)
(Ανάγκη σεβασμού λόγου. Ίσως φταιν οι άνθρωποι  που τον χρησιμοποιούν)
Σωκ. Αν αρμονία α΄σώμα β΄ψυχή αντίφαση με τα προηγούμενα.
Άλλο επίπεδο: Προσωπική εμπειρία. Φυσικοί φιλόσοφοι, αίτιο αποτέλεσμα.
Αναξαγόρας νους αλλά στη συνέχεια άλλα αίτια αποτελέσματα.
Ποιο είναι το καλύτερο. Συνδυασμός δυνατού και αγαθού.
Αν κάθεται εκεί, σώμα, νεύρα, αυτά η αιτία; Άλλος ο λόγος, όχι ο φανερός.
Δεύτερος πλους. Καταφυγή στους λόγους όχι στις αισθήσεις.
               ΙΔΕΑ  Η αυτή κατά ταυτά έχουσα ΠΡΑΓΜΑ αλλάζει  Ψυχή = ζωή ,   
               αθανασία
6.      Φροντίδα ψυχής. Παιδεία
7.      Μύθος για τη μετά θάνατο πορεία της ψυχής, δαίμων οδηγεί, συγκέντρωση, δίκη, Άδης, χρόνος παραμονής, επάνοδος. Η γη άλλη. Άλλοι  στον Τάρταρο, άλλοι οι εξαγνισθέντες με τη φιλοσοφία. Ζουν με τους θεούς.